3,274,919
edits
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύγγονος:''' -ον, ποιητ. επίθ., = [[συγγενής]],<br /><b class="num">I.</b> ό,τι διαθέτει [[κάποιος]] εκ γενετής, [[σύμφυτος]], [[έμφυτος]], [[φυσικός]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> συνδεδεμένος με δεσμούς αίματος, εξ αίματος [[συγγενής]], Λατ. [[cognatus]], σε Πίνδ., Ευρ.· ως ουσ., [[αδελφός]], [[αδελφή]], σε Ευρ.· <i>σύγγονοι</i>, εξ αίματος συγγενείς, ξαδέρφια, σε Πίνδ. | |lsmtext='''σύγγονος:''' -ον, ποιητ. επίθ., = [[συγγενής]],<br /><b class="num">I.</b> ό,τι διαθέτει [[κάποιος]] εκ γενετής, [[σύμφυτος]], [[έμφυτος]], [[φυσικός]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> συνδεδεμένος με δεσμούς αίματος, εξ αίματος [[συγγενής]], Λατ. [[cognatus]], σε Πίνδ., Ευρ.· ως ουσ., [[αδελφός]], [[αδελφή]], σε Ευρ.· <i>σύγγονοι</i>, εξ αίματος συγγενείς, ξαδέρφια, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγγονος:''' <b class="num">1)</b> врожденный, прирожденный (τινι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> родной, родственный ([[ἑστία]] Pind.): σ. [[φρήν]] Aesch. родственные чувства.<br />ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> родственник, родственница Pind., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> брат, сестра Eur. | |||
}} | }} |