3,276,932
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τεκμηριόω:''' μέλ. <i>τεκμηριώσω</i>, [[αποδεικνύω]] με [[βεβαιότητα]], σε Θουκ.· <i>εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι</i>, αν μπορεί να αποδείξει με τεκμήρια, στον ίδ.· τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε [[ὅτι]]..., τέτοια βέβαιη [[απόδειξη]] έδωσε στο [[γεγονός]] ότι..., στον ίδ. | |lsmtext='''τεκμηριόω:''' μέλ. <i>τεκμηριώσω</i>, [[αποδεικνύω]] με [[βεβαιότητα]], σε Θουκ.· <i>εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι</i>, αν μπορεί να αποδείξει με τεκμήρια, στον ίδ.· τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε [[ὅτι]]..., τέτοια βέβαιη [[απόδειξη]] έδωσε στο [[γεγονός]] ότι..., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τεκμηριόω:''' представлять доводы, доказывать, свидетельствовать Thuc. | |||
}} | }} |