Anonymous

τεκμηριόω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />donner une preuve, prouver.<br />'''Étymologie:''' [[τεκμήριον]].
|btext=-ῶ :<br />donner une preuve, prouver.<br />'''Étymologie:''' [[τεκμήριον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεκμηριόω:''' μέλ. <i>τεκμηριώσω</i>, [[αποδεικνύω]] με [[βεβαιότητα]], σε Θουκ.· <i>εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι</i>, αν μπορεί να αποδείξει με τεκμήρια, στον ίδ.· τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε [[ὅτι]]..., τέτοια βέβαιη [[απόδειξη]] έδωσε στο [[γεγονός]] ότι..., στον ίδ.
}}
}}