τετυκεῖν: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετῠκεῖν:''' Επικ. με αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ του [[τεύχω]].
|lsmtext='''τετῠκεῖν:''' Επικ. με αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ του [[τεύχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετῠκεῖν:''' эп.-ион. inf. aor. 2 к [[τεύχω]].
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. et ion. de τεύχω.

Greek Monotonic

τετῠκεῖν: Επικ. με αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ του τεύχω.

Russian (Dvoretsky)

τετῠκεῖν: эп.-ион. inf. aor. 2 к τεύχω.