3,274,216
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρίγλῠφος:''' -ον ([[γλύφω]]), αυτός που έχει [[τρεις]] σχισμές· ως ουσ., [[τρίγλυφος]], <i>ἡ</i>, στην [[αρχιτεκτονική]] του Δωρικού ρυθμού, [[μάρμαρο]] με [[τρεις]] παράλληλες σχισμές, τοποθετημένο κατά ίσα διαστήματα κατά [[μήκος]] του αετώματος, σε Ευρ.· επίσης, τρίγλυφον, <i>τό</i>, σε Αριστ. | |lsmtext='''τρίγλῠφος:''' -ον ([[γλύφω]]), αυτός που έχει [[τρεις]] σχισμές· ως ουσ., [[τρίγλυφος]], <i>ἡ</i>, στην [[αρχιτεκτονική]] του Δωρικού ρυθμού, [[μάρμαρο]] με [[τρεις]] παράλληλες σχισμές, τοποθετημένο κατά ίσα διαστήματα κατά [[μήκος]] του αετώματος, σε Ευρ.· επίσης, τρίγλυφον, <i>τό</i>, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρίγλυφος -ον [τρι -, γλύφω] met drie gleuven; subst. ἡ τρίγλυφος triglyph (versiering op fries v. tempel). | |||
}} | }} |