τρίγλυφος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίγλῠφος:''' -ον ([[γλύφω]]), αυτός που έχει [[τρεις]] σχισμές· ως ουσ., [[τρίγλυφος]], <i>ἡ</i>, στην [[αρχιτεκτονική]] του Δωρικού ρυθμού, [[μάρμαρο]] με [[τρεις]] παράλληλες σχισμές, τοποθετημένο κατά ίσα διαστήματα κατά [[μήκος]] του αετώματος, σε Ευρ.· επίσης, τρίγλυφον, <i>τό</i>, σε Αριστ.
|lsmtext='''τρίγλῠφος:''' -ον ([[γλύφω]]), αυτός που έχει [[τρεις]] σχισμές· ως ουσ., [[τρίγλυφος]], <i>ἡ</i>, στην [[αρχιτεκτονική]] του Δωρικού ρυθμού, [[μάρμαρο]] με [[τρεις]] παράλληλες σχισμές, τοποθετημένο κατά ίσα διαστήματα κατά [[μήκος]] του αετώματος, σε Ευρ.· επίσης, τρίγλυφον, <i>τό</i>, σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίγλυφος -ον [τρι -, γλύφω] met drie gleuven; subst. ἡ τρίγλυφος triglyph (versiering op fries v. tempel).
}}
}}