τρίγλυφος

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίγλῠφος Medium diacritics: τρίγλυφος Low diacritics: τρίγλυφος Capitals: ΤΡΙΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: tríglyphos Transliteration B: triglyphos Transliteration C: triglyfos Beta Code: tri/glufos

English (LSJ)

τρίγλυφον,
A thrice-cloven, αἰχμὴ τρίγλυφος = the trident, Opp.H.5.377.
II as substantive, τρίγλυφος, ἡ, in Doric architecture, the triglyph, a three-grooved tablet placed at equal distances along the frieze; it seems orig. to have been the end of the beam (the spaces between being at first open and then called ὀπαί, afterwards filled up and called μετόπαι), παστάδων ὑπὲρ τέραμνα Δωρικάς τε τριγλύφους E.Or.1372 (lyr.); πασσαλεῦσαι κρᾶτα τριγλύφοις Id.Ba.1214; γεῖσα τριγλύφων (cj. Blomf. for γ' ἔσω) the cornice of (i.e. above) the triglyphs, Id.IT113; σὺν τῇ τ. IG22.1668.30; τριγλύφων γωνιηιᾶν SIG 247 ii61 (Delph., iv B. C.):—pl. τρίγλυφα, τά, Diph.61.2.

German (Pape)

[Seite 1141] dreimal geschlitzt, gespalten, αἰχμὴ τρίγλυφος, der Dreizack, Opp. Hal. 5, 377; – ἡ τρίγλυφος, der Dreischlitz über dem Architrav in der dorischen Säulenordnung, Eur. Or. 1374 I. T. 113; Arist. eth. Nicom. 10, 4, 12 auch τὸ τρίγλυφον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois pointes ; τὸ τρίγλυφον triglyphe, ornement des architraves d'ordre dorique t. d'archit.
Étymologie: τρεῖς, γλύφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίγλυφος -ον [τρι -, γλύφω] met drie gleuven; subst. ἡ τρίγλυφος triglyph (versiering op fries v. tempel).

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίγλυφος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις γλυφές («αἰχμὴ τρίγλυφος» — η τρίαινα, Οππ.)
2. (το θηλ., το ουδ. και σπαν. το αρσ. ως ουσ.) η τρίγλυφος, το τρίγλυφο(ν) και σπαν. νεοελλ. ο τρίγλυφος
(στην αρχ. ελλ. αρχιτ.) στοιχείο του διακόσμου του δωρικού ρυθμού που βρίσκεται πάντα πάνω από τους κανόνες με τις σταγόνες και το οποίο αποτελείται από τρεις εξέχουσες κάθετες γλυφές που μιμούνται, σε λίθο, τα αρχικά ξύλινα άκρα τών δοκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γλυφος (< γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»), πρβλ. ανάγλυφος].

Greek Monotonic

τρίγλῠφος: -ον (γλύφω), αυτός που έχει τρεις σχισμές· ως ουσ., τρίγλυφος, , στην αρχιτεκτονική του Δωρικού ρυθμού, μάρμαρο με τρεις παράλληλες σχισμές, τοποθετημένο κατά ίσα διαστήματα κατά μήκος του αετώματος, σε Ευρ.· επίσης, τρίγλυφον, τό, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγλῠφος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς γλυφάς, εἰς τρία κεχωρισμένος, αἰχμὴ τρ., ἡ τρίαινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 377. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τρίγλυφος, ἡ, ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ τοῦ Δωρικοῦ ῥυθμοῦ, μάρμαρον ἔχον τρεῖς γλυφὰς παραλλήλους καὶ τιθέμενον κατὰ ἴσα διαστήματα ὑπὲρ τὸ ἐπιστύλιον˙Ϗ φαίνεται ὅτι ταῦτα κατ’ ἀρχὰς ἦσαν τὰ ἄκρα τῶν δοκῶν (τὰ δὲ μεταξὺ διαστήματα κατ’ ἀρχὰς ἔμενον κενὰ καὶ ἐκαλοῦντο ὀπαί, εἶτα δὲ ἐπληρώθησαν καὶ ἐκλήθησαν μετόπαι), παστάδων ὑπὲρ τέρεμνα Δωρικάς τε τριγλύφους Εὐρ. Ὀρ. 1372˙ πασσαλεύειν κρᾶτα τριγλύφοις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1214˙Ϗ γεῖσα τριγλύφων (οὕτως ὁ Blomf. ἀντὶ γ’ εἴσω) τὸ (ὑπεράνω) τῶν τριγλύφων γεῖσον, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 113˙Ϗ - ὡσαύτως τρίγλυφον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 2˙ «ὅταν με καλέσῃ πλούσιος δεῖπνον ποιῶν, οὐ κατανοῶ τὰ τρίγλυφ’ οὐδὲ τὰς στέγας, οὐδὲ δοκιμάζω τοὺς Κορινθίους κάδους, ἀτενὲς δὲ τηρῶ τοῦ μαγείρου τὸν καπνὸν» Δίφιλος ἐν «Παρασίτῳ» 2, ἴδε Λεξικὸν Ἑλλ. Ἀρχαιολ. ὑπὸ Α. Ρ. Ραγκαβῆ ἐν λέξει.

Middle Liddell

τρίγλυφος, ἡ,
in Doric architecture, the triglyph, a three-grooved tablet placed at equal distances along the frieze, Eur.:—also τρίγλυφον, ου, τό, Arist.
τρί-γλῠφος, ον, γλύφω
thrice-cloven.

Mantoulidis Etymological

(=μέ τρεῖς γλυφές). Ἀπό τό τρίς + γλύφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τρίαινα.