τρυφερός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῠφερός:''' -ά, -όν, ([[τρυφή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τρυφερός]], [[απαλός]], [[αβρός]], σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[θηλυπρεπής]], [[πολυτελής]], [[φιλήδονος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὸ τρυφερόν</i>, [[θηλυπρέπεια]], <i>ἐς τὸ τρυφερώτερον</i>, σε πιο θηλυπρεπείς συνήθειες, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ. <i>τρυφερόν</i>, φιλήδονα, σε Αριστοφ. <i>τρυφερὸν λαλεῖν</i>, μιλάω τρυφερά, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''τρῠφερός:''' -ά, -όν, ([[τρυφή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τρυφερός]], [[απαλός]], [[αβρός]], σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[θηλυπρεπής]], [[πολυτελής]], [[φιλήδονος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὸ τρυφερόν</i>, [[θηλυπρέπεια]], <i>ἐς τὸ τρυφερώτερον</i>, σε πιο θηλυπρεπείς συνήθειες, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ. <i>τρυφερόν</i>, φιλήδονα, σε Αριστοφ. <i>τρυφερὸν λαλεῖν</i>, μιλάω τρυφερά, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῠφερός:''' <b class="num">1)</b> нежный ([[αὐχήν]] Batr.; [[χρώς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> роскошный, пышный ([[πλόκαμος]] Eur.; [[βίος]] Men.; [[ἐσθής]] Diod.). - см. тж. [[τρυφερόν]].
}}
}}