Anonymous

τρυφερός: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τρυφερός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br />[[απαλός]], [[μαλακός]] (α. «το τρυφερό [[κλωνάρι]] μόνο να 'χω», <b>Σολωμ.</b><br />β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ.<br />γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αβρός]], [[μειλίχιος]], [[στοργικός]] (α. «έχει τρυφερά αισθήματα» β. «τρυφεροῑσι τρόποις», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[λεπτός]], [[αδύνατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ευαίσθητος]] («έχει τρυφερή [[ψυχή]]»)<br />β) [[ερωτικός]] («της έδωσε ένα τρυφερό [[φιλί]]»)<br /><b>2.</b> [[λεπτοκαμωμένος]], [[αδύναμος]], [[ευπρόσβλητος]] («τρυφερή [[ηλικία]]» — η παιδική [[ηλικία]])<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «όσο [[είναι]] [[βέργα]] τρυφερή τή σιάζεις όπως θέλεις» — δηλώνει ότι η [[αγωγή]] τελεσφορεί [[κατά]] την παιδική [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες τών ανθρώπων) [[μαλθακός]], [[τρυφηλός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ευχάριστος]]<br /><b>3.</b> (για ψάρια) [[φρέσκος]]<br /><b>4.</b> (για άλογα) [[ευπειθής]], [[πειθήνιος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρυφερόν</i><br />α) η [[ιδιότητα]] του μαλακού («τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐκπέφυκε τοῑς ἁπαλοῑσι μηροῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[μαλθακότητα]], [[τρυφηλότητα]] («ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[ονομασία]] φαρμακευτικού παρασκευάσματος<br />δ) (με επιρρμ. σημ.) με μειλίχιο τρόπο («ὡς τρυφερὸν λαλέεις», <b>Θεόκρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρυφερά</i> / <i>τρυφερῶς</i>, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> με [[στοργή]], με [[αγάπη]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[τρυφηλότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρυφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γλυκ</i>-<i>ερός</i>, <i>θαλ</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[τρυφερός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br />[[απαλός]], [[μαλακός]] (α. «το τρυφερό [[κλωνάρι]] μόνο να 'χω», <b>Σολωμ.</b><br />β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ.<br />γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αβρός]], [[μειλίχιος]], [[στοργικός]] (α. «έχει τρυφερά αισθήματα» β. «τρυφεροῑσι τρόποις», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[λεπτός]], [[αδύνατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ευαίσθητος]] («έχει τρυφερή [[ψυχή]]»)<br />β) [[ερωτικός]] («της έδωσε ένα τρυφερό [[φιλί]]»)<br /><b>2.</b> [[λεπτοκαμωμένος]], [[αδύναμος]], [[ευπρόσβλητος]] («τρυφερή [[ηλικία]]» — η παιδική [[ηλικία]])<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «όσο [[είναι]] [[βέργα]] τρυφερή τή σιάζεις όπως θέλεις» — δηλώνει ότι η [[αγωγή]] τελεσφορεί [[κατά]] την παιδική [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες τών ανθρώπων) [[μαλθακός]], [[τρυφηλός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ευχάριστος]]<br /><b>3.</b> (για ψάρια) [[φρέσκος]]<br /><b>4.</b> (για άλογα) [[ευπειθής]], [[πειθήνιος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρυφερόν</i><br />α) η [[ιδιότητα]] του μαλακού («τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐκπέφυκε τοῑς ἁπαλοῑσι μηροῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[μαλθακότητα]], [[τρυφηλότητα]] («ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[ονομασία]] φαρμακευτικού παρασκευάσματος<br />δ) (με επιρρμ. σημ.) με μειλίχιο τρόπο («ὡς τρυφερὸν λαλέεις», <b>Θεόκρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρυφερά</i> / <i>τρυφερῶς</i>, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> με [[στοργή]], με [[αγάπη]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[τρυφηλότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρυφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γλυκ</i>-<i>ερός</i>, <i>θαλ</i>-<i>ερός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῠφερός:''' -ά, -όν, ([[τρυφή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τρυφερός]], [[απαλός]], [[αβρός]], σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[θηλυπρεπής]], [[πολυτελής]], [[φιλήδονος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὸ τρυφερόν</i>, [[θηλυπρέπεια]], <i>ἐς τὸ τρυφερώτερον</i>, σε πιο θηλυπρεπείς συνήθειες, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ. <i>τρυφερόν</i>, φιλήδονα, σε Αριστοφ. <i>τρυφερὸν λαλεῖν</i>, μιλάω τρυφερά, σε Θεόκρ.
}}
}}