3,270,791
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕπαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από την [[αυλή]], [[αύλειος]], με γεν., σκηνῆς [[ὕπαυλος]], υπό τη [[σκέπη]] της σκηνής, σε Σοφ. | |lsmtext='''ὕπαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από την [[αυλή]], [[αύλειος]], με γεν., σκηνῆς [[ὕπαυλος]], υπό τη [[σκέπη]] της σκηνής, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕπαυλος:''' [[αὐλή]] находящийся под кровом: σκηνῆς ὕπαυλον εἴργειν τινά Soph. держать кого-л. в шатре. | |||
}} | }} |