3,273,446
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπτιάζω:''' ([[ὕπτιος]]), μέλ. <i>-άσω</i>, βρίσκομαι σε ύπτια [[θέση]], ξαπλώνομαι [[ανάσκελα]], [[περπατώ]] με το [[κεφάλι]] [[ψηλά]], σε Αισχίν. — Παθ., [[κάρα]] ὑπτιάζεται, το [[κεφάλι]] του κλίνει προς τα [[πίσω]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ὑπτιάζω:''' ([[ὕπτιος]]), μέλ. <i>-άσω</i>, βρίσκομαι σε ύπτια [[θέση]], ξαπλώνομαι [[ανάσκελα]], [[περπατώ]] με το [[κεφάλι]] [[ψηλά]], σε Αισχίν. — Παθ., [[κάρα]] ὑπτιάζεται, το [[κεφάλι]] του κλίνει προς τα [[πίσω]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπτιάζω:''' <b class="num">1)</b> откидывать назад: [[κάρα]] ὑπτιάζεται Soph. голова запрокинулась (у спящего Филоктета);<br /><b class="num">2)</b> гордо закидывать голову (ὑπτιάζων καὶ κατασκοπούμενος ἑαυτόν Aeschin.). | |||
}} | }} |