Anonymous

ὑπτιάζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπτιάζω:''' ([[ὕπτιος]]), μέλ. <i>-άσω</i>, βρίσκομαι σε ύπτια [[θέση]], ξαπλώνομαι [[ανάσκελα]], [[περπατώ]] με το [[κεφάλι]] [[ψηλά]], σε Αισχίν. — Παθ., [[κάρα]] ὑπτιάζεται, το [[κεφάλι]] του κλίνει προς τα [[πίσω]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπτιάζω:''' ([[ὕπτιος]]), μέλ. <i>-άσω</i>, βρίσκομαι σε ύπτια [[θέση]], ξαπλώνομαι [[ανάσκελα]], [[περπατώ]] με το [[κεφάλι]] [[ψηλά]], σε Αισχίν. — Παθ., [[κάρα]] ὑπτιάζεται, το [[κεφάλι]] του κλίνει προς τα [[πίσω]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπτιάζω:''' <b class="num">1)</b> откидывать назад: [[κάρα]] ὑπτιάζεται Soph. голова запрокинулась (у спящего Филоктета);<br /><b class="num">2)</b> гордо закидывать голову (ὑπτιάζων καὶ κατασκοπούμενος ἑαυτόν Aeschin.).
}}
}}