φιλοπαίγμων: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλοπαίγμων:''' -ον ([[παίζω]]), αυτός που αγαπάει το [[παιχνίδι]], [[παιχνιδιάρης]], [[ευτράπελος]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. | |lsmtext='''φῐλοπαίγμων:''' -ον ([[παίζω]]), αυτός που αγαπάει το [[παιχνίδι]], [[παιχνιδιάρης]], [[ευτράπελος]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοπαίγμων:''' 2, gen. ονος [[παίζω]] игривый, резвый, шаловливый ([[ὀρχηθμός]] Hom.; ὀρχηστῆρες Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (παίζω)
A fond of play, sportive, ὀρχηθμός Od.23.134; ὀρχηστῆρες Hes.Fr.198, cf. Ar.Ra.333 (lyr.), Them.Or.24.301c, Lib.Decl.30.68: of the lion, πρὸς τὰ σύντροφα καὶ συνήθη σφόδρα φ. Arist.HA629b11: epith. of Pan, BCH50.240 (Thasos, iii/ii B. C.). The more Att. form φιλοπαίσμων occurs in Pl.R.452e, Cra.406c; cf. Poll.5.161. Adv. -μόνως ibid.
German (Pape)
[Seite 1283] ονος, wie φιλοπαίσμων, Spiel, Scherz liebend; ὀρχηθμός Od. 23, 134; Hes. frg. 13, 3; Ar. Ran. 333; Διόνυσος Anacr. 40, 2; oft in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπαίγμων: -ον, (παίζω) ὁ ἀγαπῶν νὰ παίζῃ, «παιγνιδιάρης», «παιγνιδιάρικος», αὐτὰρ θεῖος ἀοιδὸς… ἡμῖν ἡγείσθω φιλοπαίγμονος ὀρχηθμοῖο Ὀδ. Ψ. 134· ὀρχηστῆρες Ἡσ. Ἀποσπ. 13. 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 333· ἐπὶ τοῦ λέοντος, πρὸς τὰ σύντροφα καὶ συνήθη σφόδρα φ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2. ― Ὁ Ἀττικώτερος τύπος φιλοπαίσμων (ἀλλὰ μετὰ διαφόρου γραφῆς -παίγμων) ἀπαντᾷ ἐν Πλάτ. Πολ. 452Ε, Κρατ. 406C· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 241. ― Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Εϳ, 161. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
c. φιλοπαίσμων.
Étymologie: φίλος, παίζω.
English (Autenrieth)
ονος (παίζω): fond of play, merry, Od. 23.134†.
Greek Monolingual
-ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, -ον, Α
(στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που του αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει
αρχ.
αυτός που του αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -παίγμων (< παῖγμα «παιχνίδι» < παίζω), πρβλ. χορο-παίγμων].
Greek Monotonic
φῐλοπαίγμων: -ον (παίζω), αυτός που αγαπάει το παιχνίδι, παιχνιδιάρης, ευτράπελος, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπαίγμων: 2, gen. ονος παίζω игривый, резвый, шаловливый (ὀρχηθμός Hom.; ὀρχηστῆρες Hes.).