φιλοπαίγμων

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπαίγμων Medium diacritics: φιλοπαίγμων Low diacritics: φιλοπαίγμων Capitals: ΦΙΛΟΠΑΙΓΜΩΝ
Transliteration A: philopaígmōn Transliteration B: philopaigmōn Transliteration C: filopaigmon Beta Code: filopai/gmwn

English (LSJ)

φιλοπαίγμον, gen. ονος, (παίζω) fond of play, sportive, ὀρχηθμός Od.23.134; ὀρχηστῆρες Hes.Fr.198, cf. Ar.Ra.333 (lyr.), Them.Or.24.301c, Lib.Decl.30.68: of the lion, πρὸς τὰ σύντροφα καὶ συνήθη σφόδρα φ. Arist.HA629b11: epithet of Pan, BCH50.240 (Thasos, iii/ii B. C.). The more Att. form φιλοπαίσμων occurs in Pl.R. 452e, Cra.406c; cf. Poll.5.161. Adv. φιλοπαιγμόνως ibid.

German (Pape)

[Seite 1283] ονος, wie φιλοπαίσμων, Spiel, Scherz liebend; ὀρχηθμός Od. 23, 134; Hes. frg. 13, 3; Ar. Ran. 333; Διόνυσος Anacr. 40, 2; oft in der Anth.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
c. φιλοπαίσμων.
Étymologie: φίλος, παίζω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπαίγμων: 2, gen. ονος παίζω игривый, резвый, шаловливый (ὀρχηθμός Hom.; ὀρχηστῆρες Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπαίγμων: -ον, (παίζω) ὁ ἀγαπῶν νὰ παίζῃ, «παιγνιδιάρης», «παιγνιδιάρικος», αὐτὰρ θεῖος ἀοιδὸς… ἡμῖν ἡγείσθω φιλοπαίγμονος ὀρχηθμοῖο Ὀδ. Ψ. 134· ὀρχηστῆρες Ἡσ. Ἀποσπ. 13. 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 333· ἐπὶ τοῦ λέοντος, πρὸς τὰ σύντροφα καὶ συνήθη σφόδρα φ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2. ― Ὁ Ἀττικώτερος τύπος φιλοπαίσμων (ἀλλὰ μετὰ διαφόρου γραφῆς -παίγμων) ἀπαντᾷ ἐν Πλάτ. Πολ. 452Ε, Κρατ. 406C· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 241. ― Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Εϳ, 161. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155.

English (Autenrieth)

ονος (παίζω): fond of play, merry, Od. 23.134†.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, -ον, Α
(στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που του αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει
αρχ.
αυτός που του αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -παίγμων (< παῖγμα «παιχνίδι» < παίζω), πρβλ. χοροπαίγμων].

Greek Monotonic

φῐλοπαίγμων: -ον (παίζω), αυτός που αγαπάει το παιχνίδι, παιχνιδιάρης, ευτράπελος, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

φῐλο-παίγμων, ον, παίζω
fond of play, playful, sportive, Od., Ar.

Mantoulidis Etymological

(=παιχνιδιάρης, ἀστεῖος). Ἀπό τό φίλος + παῖγμα τοῦ παίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη φίλος.