ὠθίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(6)
 
(4b)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠθίζομαι:''' Παθ., όπως το [[ὠστίζομαι]], σπρώχνομαι ο [[ένας]] με τον άλλον, [[συνωστίζομαι]], [[διαγωνίζομαι]], σε Λουκ.· μεταφ., [[φιλονικώ]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὠθίζομαι:''' Παθ., όπως το [[ὠστίζομαι]], σπρώχνομαι ο [[ένας]] με τον άλλον, [[συνωστίζομαι]], [[διαγωνίζομαι]], σε Λουκ.· μεταφ., [[φιλονικώ]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠθίζομαι:''' <b class="num">1)</b> толкать друг друга, толкаться Luc.;<br /><b class="num">2)</b> пререкаться, ссориться Luc.
}}
}}

Revision as of 06:16, 1 January 2019

Greek Monotonic

ὠθίζομαι: Παθ., όπως το ὠστίζομαι, σπρώχνομαι ο ένας με τον άλλον, συνωστίζομαι, διαγωνίζομαι, σε Λουκ.· μεταφ., φιλονικώ, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὠθίζομαι: 1) толкать друг друга, толкаться Luc.;
2) пререкаться, ссориться Luc.