συνωστίζομαι

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

Ν
(ιδίως για πρόσ.) συνωθούμαι, στρυμώχνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὠστός, ρηματ. επιθ. του ρ. ὠθῶ + ρηματ. κατάλ. -ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].