ὠμοφάγος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠμοφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[ὠμός]], [[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει ωμό [[κρέας]], [[σαρκοφάγος]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
|lsmtext='''ὠμοφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[ὠμός]], [[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει ωμό [[κρέας]], [[σαρκοφάγος]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμοφάγος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> питающийся сырым мясом ([[ἔθνος]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> плотоядный, хищный (λέοντες, θῶες Hom.; θῆρες HH; sc. ζῷα Arst.);<br /><b class="num">3)</b> Eur. = [[ὠμόφαγος]].
}}
}}