Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐλλαμπρύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐλλαμπρύνομαι:''' блистать, отличаться, прославляться (τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Thuc.; ἐνευδοκιμῆσαι καὶ ἐλλαμπρύνασθαι Luc.).
|elrutext='''ἐλλαμπρύνομαι:''' блистать, отличаться, прославляться (τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Thuc.; ἐνευδοκιμῆσαι καὶ ἐλλαμπρύνασθαι Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[gain]] [[distinction]], Thuc. [ἐν, [[λαμπρύνω]]
}}
}}

Revision as of 15:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλαμπρύνομαι Medium diacritics: ἐλλαμπρύνομαι Low diacritics: ελλαμπρύνομαι Capitals: ΕΛΛΑΜΠΡΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: ellamprýnomai Transliteration B: ellamprynomai Transliteration C: ellamprynomai Beta Code: e)llampru/nomai

English (LSJ)

Pass.,

   A gain distinction, ἰδίᾳ ἐ. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Th.6.12; pride oneself, Luc.Dom.1; ἔργῳ D.C.73.10; ἱππεῦσιν App.BC3.66; πρὸς τὰς φίλας ἐ. λόγοις J.AJ18.3.4.

German (Pape)

[Seite 800] sich in Etwas glänzend zeigen, sich womit brüsten; τῷ ἔργῳ D. Gass. 73, 19; a. Sp.; absolut, Luc. dom. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλαμπρύνομαι: παθ., λαμπρύνομαι, διαπρέπω, φαίνομαι μέγας. μηδὲ τούτῳ ἐμπαράσχητε τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ ἰδίᾳ ἐλλαμπρύνεσθαι, μηδὲ νὰ ἐπιτρέψητε εἰς τοῦτον νὰ λαμπρύνηται ἰδίᾳ μὲ κίνδυνον τῆς πόλεως, Θουκ. 6. 12· γαυριῶ, καυχῶμαι, Λουκ. π. Οἰκ. 1· τινί, ἐπί τινι, Δίων Κ. 73. 10.

Spanish (DGE)

1 ganar lustre, distinguirse con, en c. dat. instrum. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ ἰδίᾳ ἐλλαμπρύνεσθαι distinguirse personalmente con el peligro de la ciudad Th.6.12, ἱππεῦσιν App.BC 3.66, ὅπλοις Iul.Ar.278.16, τῷ φωτὶ τῆς ἀρετῆς Gr.Nyss.V.Mos.57.7, δημοσίᾳ Dion.Alex. en Eus.HE 6.41.20
abs. distinguirse Luc.Dom.1, Clem.Al.QDS 1.4.
2 gloriarse de c. dat. λόγοις I.AI 18.76, τῷ ἔργῳ D.C.73.10.2.

Greek Monolingual

ἐλλαμπρύνομαι (Α)
1. διαπρέπω
2. επιδεικνύομαι, καυχιέμαι.

Greek Monotonic

ἐλλαμπρύνομαι: (ἐν, λαμπρύνω), Παθ., κερδίζω υπεροχή, διακρίνομαι, αναδεικνύομαι, διαπρέπω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλαμπρύνομαι: блистать, отличаться, прославляться (τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Thuc.; ἐνευδοκιμῆσαι καὶ ἐλλαμπρύνασθαι Luc.).

Middle Liddell


Pass. to gain distinction, Thuc. [ἐν, λαμπρύνω