διαρρινέω: Difference between revisions

From LSJ

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(1b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαρρῑνέω:''' просверливать ([[ἔχει]] ὁ [[χαλκοῦς]] ἀμφορεὺς διερρινημένον [[ἐπίθημα]] Arst.).
|elrutext='''διαρρῑνέω:''' [[просверливать]] ([[ἔχει]] ὁ [[χαλκοῦς]] ἀμφορεὺς διερρινημένον [[ἐπίθημα]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:53, 20 August 2022

Greek (Liddell-Scott)

διαρρῑνέω: ῥινίζω τι ἐντελῶς, διχοτομῶ διὰ τῆς ῥίνης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 426.

Spanish (DGE)

resoplar τοῖς μυξωτῆρσιν ἐν ἀλλήλοις διαρρινοῦντες Iust.Phil.Dial.101.3.

Russian (Dvoretsky)

διαρρῑνέω: просверливать (ἔχειχαλκοῦς ἀμφορεὺς διερρινημένον ἐπίθημα Arst.).