συνεπιφαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(4b) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεπιφαίνομαι:''' одновременно выставляться напоказ, являться Plut. | |elrutext='''συνεπιφαίνομαι:''' [[одновременно выставляться напоказ]], [[являться]] Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 20 August 2022
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιφαίνομαι: Παθ., ὁμοῦ μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ χάρις συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
se montrer avec.
Étymologie: σύν, ἐπιφαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιφαίνομαι: одновременно выставляться напоказ, являться Plut.