ἄνοδος: Difference between revisions

m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(1a)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[άνοδος]], -ον (Α)<br />ο [[τόπος]] που δεν έχει δρόμο ή [[πέρασμα]].———————— <b>(II)</b><br />η (AM [[ἄνοδος]])<br /><b>1.</b> [[ανάβαση]] σ' έναν [[τόπο]], [[πορεία]] [[προς]] τα άνω («ἡ εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς [[ἄνοδος]]»<br />[[Πλάτων]])<br /><b>2.</b> η [[ανύψωση]] της στάθμης ενός υγρού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[θερμοκρασία]] ή τις τιμές) ύψωση, [[ανέβασμα]]<br /><b>2.</b> [[πρόοδος]], [[βελτίωση]]<br /><b>3.</b> [[ανάρρηση]] σε θρόνο ή σε κάποιο υψηλό [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεία]] από τα παράλια [[προς]] το εσωτερικό μιας χώρας («[[ἄνοδος]] παρὰ [[βασιλέα]]» — <b>[[πρβλ]].</b> «Κύρου [[ἀνάβασις]]» <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανηφοριά]], [[πλαγιά]] ενός υψώματος.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[άνοδος]], -ον (Α)<br />ο [[τόπος]] που δεν έχει δρόμο ή [[πέρασμα]].<br /><b>(II)</b><br />η (AM [[ἄνοδος]])<br /><b>1.</b> [[ανάβαση]] σ' έναν [[τόπο]], [[πορεία]] [[προς]] τα άνω («ἡ εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς [[ἄνοδος]]»<br />[[Πλάτων]])<br /><b>2.</b> η [[ανύψωση]] της στάθμης ενός υγρού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[θερμοκρασία]] ή τις τιμές) ύψωση, [[ανέβασμα]]<br /><b>2.</b> [[πρόοδος]], [[βελτίωση]]<br /><b>3.</b> [[ανάρρηση]] σε θρόνο ή σε κάποιο υψηλό [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεία]] από τα παράλια [[προς]] το εσωτερικό μιας χώρας («[[ἄνοδος]] παρὰ [[βασιλέα]]» — <b>[[πρβλ]].</b> «Κύρου [[ἀνάβασις]]» <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανηφοριά]], [[πλαγιά]] ενός υψώματος.
}}
}}
{{lsm
{{lsm