ἄνοδος

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοδος Medium diacritics: ἄνοδος Low diacritics: άνοδος Capitals: ΑΝΟΔΟΣ
Transliteration A: ánodos Transliteration B: anodos Transliteration C: anodos Beta Code: a)/nodos

English (LSJ)

(A), ον, having no way or having no road, impassable, ὁδοὶ ἄ. E.IT 889 (lyr.); opp. εὔοδος, X.An.4.8.10.

(B), ἡ,
A way up, e.g. to the Acropolis at Athens, Hdt.8.53; τὴν ἄνοδον οἰκοδομήσασα CIG1948 (incert. loc.): metaph., ἡ εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄ. Pl.R.517b, cf. Phld.D.1.6.
b journey inland, esp. into Central Asia, like ἀνάβασις, τριῶν μηνῶν ἄνοδος Hdt. 5.50; ἄνοδος παρὰ βασιλέα ib.51, cf. X.An.2.1.1.
2 rising, τοῦ ὑγροῦ Arist.Mete.355a6; rising of a star, κατηλυσίη τ' ἄνοδός τε Arat.536; slope of a hill, Plb.5.24.4.
II the first (or second) day of the Thesmophoria, Alciphr.3.39, cf. Sch.Ar.Th.86, Hsch.
III ascent of the soul to its original source, Hierocl.in CA24p.471M.
IV Math., increasing progression, Theol.Ar.58.

Spanish (DGE)

-ον
que no es camino, que es mal camino ὁδοὶ ἄ. caminos que no son caminos E.IT 889, op. εὔοδος X.An.4.8.10. < ἄνοδος ἀνόδους > ἄνοδος, -ου, ἡ
I 1abstr. subida, adentramiento esp. hacia Persia τριῶν μηνῶν ... ἄ. Hdt.5.50, παρὰ βασιλέα Hdt.5.51, ἐν τῇ ἀνόδῳ X.An.2.1.1
ascensión τοῦ ὑγροῦ hasta el sol, Arist.Mete.355a6
fig. τὴν εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄ. Pl.R.517b, ἡ ἐπὶ τὸ κοινὸν ... ἄ. Phld.D.1.6, op. κάθοδος Hierocl.in CA 24.4
de Cristo, Eus.E.Th.3.5.
2 salida de un astro κατηλυσίη τ' ἄνοδός τε Arat.536.
3 Ánodo el primero (o segundo) día de las Tesmoforias, bien por la subida de las mujeres al Tesmoforion o -cosa menos prob.- porque conmemoraba la subida de Perséfona desde el otro mundo, Alciphr.2.37.2, Sch.Ar.Th.80, Hsch.
de la subida de un dios a la tierra, Sud.s.u. Προχαριστήρια.
4 visita oficial, PLeit.12.10 (III d.C.).
II jur. apelación ἀποφράττειν αὐτοῖς τὴν δεῦρο ἄνοδον POxy.2104.10 (III d.C.) en BL 2.2.104.
III concr. subida, cuesta de la Acrópolis ὄπισθε δὲ τῶν πυλέων καὶ τῆς ἀνόδου Hdt.8.53
falda de una colina, Plb.5.24.4 (var.)
escalera, PLond.1023.21 (V/VI d.C.), SB 7340.14 (VI d.C.).
IV mat. progresión, Theol.Ar.58.

German (Pape)

[Seite 239] ἡ, der Aufgang, Weg nach oben, Plat. Rep. VII, 517 b; der Weg zur Burg hinauf, Her. 8, 53; Herod. 7, 10, 9. Bes. Weg, Zug in's Innere des Landes, Her. 5, 50; Xen. An. 2, 1, 1. Auch Rückzug, Suid. unwegsam, δίοδος Eur. I. T. 888; Xen. An. 4, 8, 10.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
sans routes, impraticable.
Étymologie: , ὁδός.
2ου (ἡ) :
1 chemin d'accès à une hauteur (montagne, colline);
2 expédition dans l'intérieur d'un pays.
Étymologie: ἀνά, ὁδός.
Syn. ἀνάβασις.

Russian (Dvoretsky)

ἄνοδος: [ἀ-] бездорожный, непроходимый (ὁδός Eur.; ὄρος Xen.).
IIἀνά I]
1 дорога вверх, подъем Her., Plat., Polyb., Plut.;
2 восхождение, поднятие (τοῦ ὑγροῦ Arst.);
3 поход (поездка, путешествие) вглубь страны Her., Xen.;
4 возвращение Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοδος: -ον, μὴ ἔχων ὁδόν, ἀδιάβατος, ἄβατος, ὁδοὶ ἄν. Εὐρ. Ι. Τ. 889· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ εὔοδος, τῇ μὲν γὰρ ἄνοδον, τῇ δὲ εὔοδον εὑρήσομεν τὸ ὄρος Ξεν. Ἀν. 4. 8., 10.

Greek Monolingual

(I)
άνοδος, -ον (Α)
ο τόπος που δεν έχει δρόμο ή πέρασμα.
(II)
η (AM ἄνοδος)
1. ανάβαση σ' έναν τόπο, πορεία προς τα άνω («ἡ εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄνοδος»
Πλάτων)
2. η ανύψωση της στάθμης ενός υγρού
νεοελλ.
1. (για τη θερμοκρασία ή τις τιμές) ύψωση, ανέβασμα
2. πρόοδος, βελτίωση
3. ανάρρηση σε θρόνο ή σε κάποιο υψηλό αξίωμα
αρχ.
1. πορεία από τα παράλια προς το εσωτερικό μιας χώρας («ἄνοδος παρὰ βασιλέα» — πρβλ. «Κύρου ἀνάβασις» Ξεν.)
3. ανηφοριά, πλαγιά ενός υψώματος.

Greek Monotonic

ἄνοδος: ἡ (ἀνά, ὁδός), δρόμος προς τα πάνω, όπως αυτός για την Ακρόπολη, σε Ηρόδ.· ταξίδι στην ενδοχώρα, ιδίως στην Κεντρική Ασία, στον ίδ., σε Ξεν.
ἄνοδος: -ον (ἀν- στερητικό ὁδός), αυτός που δεν έχει δρόμο, αδιέξοδος, απροσπέλαστος, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

1 [α privat.,., ὁδός
having no road, impassable, Eur., Xen.
2 [ἀνά, ὁδός
a way up, as to the Acropolis, Hdt.:— a journey inland, esp. into Central Asia, Hdt., Xen.

English (Woodhouse)

journey up country

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)