Κώος: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (AM Κῶος -ῴα -ον, αρσ. και [[Κώϊος]]) [[Κως]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) ο [[Κώος]], <i>η Κώα</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσηγορικό ουσ.)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) <i>ὁ [[κώος]]<br />α) η καλύτερη ρίξη στο [[παιχνίδι]] τών αστραγάλων, που αντιστοιχούσε με 6, σε [[αντιδιαστολή]] με τον <i>χῑο</i>, που αντιστοιχούσε με 1<br />β) [[μέτρο]] οίνου<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ κῷον</i><br />ελαφρό ημιδιαφανές [[ένδυμα]] που κατασκευαζόταν στην Κω<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ κῷα</i><br />τα εσώτερα μέρη τών αστραγάλων του ποδιού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα έξω, τα <i>χῑα</i><br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> στον τ. [[κώϊον]]) [[ενέχυρο]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (AM Κῶος -ῴα -ον, αρσ. και [[Κώϊος]]) [[Κως]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) ο [[Κώος]], <i>η Κώα</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσηγορικό ουσ.)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) ὁ [[κώος]]<br />α) η καλύτερη ρίξη στο [[παιχνίδι]] τών αστραγάλων, που αντιστοιχούσε με 6, σε [[αντιδιαστολή]] με τον <i>χῑο</i>, που αντιστοιχούσε με 1<br />β) [[μέτρο]] οίνου<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ κῷον</i><br />ελαφρό ημιδιαφανές [[ένδυμα]] που κατασκευαζόταν στην Κω<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ κῷα</i><br />τα εσώτερα μέρη τών αστραγάλων του ποδιού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα έξω, τα <i>χῑα</i><br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> στον τ. [[κώϊον]]) [[ενέχυρο]].
}}
}}

Revision as of 14:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (AM Κῶος -ῴα -ον, αρσ. και Κώϊος) Κως
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω
νεοελλ.
(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κώος, η Κώα
ο κάτοικος της Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω
αρχ.
(ως προσηγορικό ουσ.)
1. (το αρσ.) ὁ κώος
α) η καλύτερη ρίξη στο παιχνίδι τών αστραγάλων, που αντιστοιχούσε με 6, σε αντιδιαστολή με τον χῑο, που αντιστοιχούσε με 1
β) μέτρο οίνου
2. (το ουδ.) τὸ κῷον
ελαφρό ημιδιαφανές ένδυμα που κατασκευαζόταν στην Κω
3. (το ουδ. πληθ.) τὰ κῷα
τα εσώτερα μέρη τών αστραγάλων του ποδιού, σε αντιδιαστολή προς τα έξω, τα χῑα
4. (κατά τον Ησύχ. στον τ. κώϊον) ενέχυρο.