υπέρτιμος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπέρτιμος]], -ον, ΝΜ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υπέρτιμος]]·<b>εκκλ.</b> [[τιμητικός]] [[τίτλος]] αρχιερέων της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, ο [[οποίος]] δηλώνει την εξαιρετική [[τιμή]] και τα εξαρχικά προνόμια τών τιμηθέντων με τον τίτλο αυτό<br /><b>μσν.</b><br />[[πολύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερτίμως</i> Μ<br />με [[μεγάλη]] [[τιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>τιμος</i>].
|mltxt=ο / [[ὑπέρτιμος]], -ον, ΝΜ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υπέρτιμος]]·<b>εκκλ.</b> [[τιμητικός]] [[τίτλος]] αρχιερέων της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, ο [[οποίος]] δηλώνει την εξαιρετική [[τιμή]] και τα εξαρχικά προνόμια τών τιμηθέντων με τον τίτλο αυτό<br /><b>μσν.</b><br />[[πολύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερτίμως</i> Μ<br />με [[μεγάλη]] [[τιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. [[ἔντιμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 10 May 2023

Greek Monolingual

ο / ὑπέρτιμος, -ον, ΝΜ
το αρσ. ως ουσ. ο υπέρτιμος·εκκλ. τιμητικός τίτλος αρχιερέων της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, ο οποίος δηλώνει την εξαιρετική τιμή και τα εξαρχικά προνόμια τών τιμηθέντων με τον τίτλο αυτό
μσν.
πολύτιμος.
επίρρ...
ὑπερτίμως Μ
με μεγάλη τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. ἔντιμος].