περίμηρος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τον μηρό («τοῑς περιμήροις τοῦ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μηρός]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τον μηρό («τοῖς περιμήροις τοῦ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μηρός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 28 March 2021

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από τον μηρό («τοῖς περιμήροις τοῦ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μηρός.