3,277,172
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 27: | Line 27: | ||
==Wikipedia EN== | ==Wikipedia EN== | ||
Hubris (/ˈhjuːbrɪs/, from ancient Greek ὕβρις) describes a personality quality of extreme or foolish pride or dangerous over confidence, often in combination with (or synonymous with) arrogance. In its ancient Greek context, it typically describes behavior that defies the norms of behavior or challenges the gods, and which in turn brings about the downfall, or nemesis, of the perpetrator of hubris.<br /><br />The adjectival form of the noun hubris is "hubristic". Hubris is usually perceived as a characteristic of an individual rather than a group, although the group the offender belongs to may suffer collateral consequences from the wrongful act. Hubris often indicates a loss of contact with reality and an overestimation of one's own competence, accomplishments or capabilities. | Hubris (/ˈhjuːbrɪs/, from ancient Greek ὕβρις) describes a personality quality of extreme or foolish pride or dangerous over confidence, often in combination with (or synonymous with) arrogance. In its ancient Greek context, it typically describes behavior that defies the norms of behavior or challenges the gods, and which in turn brings about the downfall, or nemesis, of the perpetrator of hubris.<br /><br />The adjectival form of the noun hubris is "hubristic". Hubris is usually perceived as a characteristic of an individual rather than a group, although the group the offender belongs to may suffer collateral consequences from the wrongful act. Hubris often indicates a loss of contact with reality and an overestimation of one's own competence, accomplishments or capabilities. | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />tout ce qui dépasse la mesure, excès, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> <i>comme sentiment</i>;<br /><b>1</b> orgueil, insolence : ὕβριν [[τῖσαι]] OD expier son orgueil, sa témérité ; ὕβρει, ἐφ’ ὕβρει par orgueil ; [[αἱ]] ὕβρεις pensées <i>ou</i> actions orgueilleuses;<br /><b>2</b> fougue, ardeur excessive, impétuosité, emportement : ὅθιπερ [[πάρος]] ὕβριν [[ἔχεσκον]] OD là où auparavant ils exerçaient leur insolence ; ὕβρει εἶξαι OD s’abandonner à sa violence ; [[ὕβρις]] οἴνου ÉL bouillonnement <i>ou</i> fermentation du vin ; <i>en gén.</i> tout excès ; acte de désespoir;<br /><b>II.</b> <i>comme action</i> mauvais traitement, outrage, insulte, injure, sévices ; <i>particul.</i> violence sur une femme <i>ou</i> sur un enfant : ὕβρεως [[δίκη]] <i>ou</i> [[γραφή]] procès pour sévices.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />tout ce qui dépasse la mesure, excès, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> <i>comme sentiment</i>;<br /><b>1</b> orgueil, insolence : ὕβριν [[τῖσαι]] OD expier son orgueil, sa témérité ; ὕβρει, ἐφ’ ὕβρει par orgueil ; [[αἱ]] ὕβρεις pensées <i>ou</i> actions orgueilleuses;<br /><b>2</b> fougue, ardeur excessive, impétuosité, emportement : ὅθιπερ [[πάρος]] ὕβριν [[ἔχεσκον]] OD là où auparavant ils exerçaient leur insolence ; ὕβρει εἶξαι OD s’abandonner à sa violence ; [[ὕβρις]] οἴνου ÉL bouillonnement <i>ou</i> fermentation du vin ; <i>en gén.</i> tout excès ; acte de désespoir;<br /><b>II.</b> <i>comme action</i> mauvais traitement, outrage, insulte, injure, sévices ; <i>particul.</i> violence sur une femme <i>ou</i> sur un enfant : ὕβρεως [[δίκη]] <i>ou</i> [[γραφή]] procès pour sévices.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]]. | ||
Line 42: | Line 39: | ||
==Wikipedia IT== | ==Wikipedia IT== | ||
Hybris (ˈhyːbris, in greco antico: ὕβϱις, hýbris) è un topos (tema ricorrente) della tragedia greca e della letteratura greca, presente anche nella Poetica di Aristotele. Significa letteralmente "tracotanza", "eccesso", "superbia", “orgoglio” o "prevaricazione". Si riferisce in generale a un'azione ingiusta o empia avvenuta nel passato, che produce conseguenze negative su persone ed eventi del presente. È un antefatto che vale come causa a monte che condurrà alla catastrofe della tragedia. | Hybris (ˈhyːbris, in greco antico: ὕβϱις, hýbris) è un topos (tema ricorrente) della tragedia greca e della letteratura greca, presente anche nella Poetica di Aristotele. Significa letteralmente "tracotanza", "eccesso", "superbia", “orgoglio” o "prevaricazione". Si riferisce in generale a un'azione ingiusta o empia avvenuta nel passato, che produce conseguenze negative su persone ed eventi del presente. È un antefatto che vale come causa a monte che condurrà alla catastrofe della tragedia. | ||
{{ls | |||
|lstext='''ὕβρις''': [ῠ], ἡ, γεν. εως (Ἀριστοφ. Λυσ. 425), εος (ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 465, Πλ. 1044, Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 9), Ἐπικ. ιος. (Συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ ἡ πρόθ. ὑπέρ, πρβλ. [[ὑπερήφανος]], [[ὑπερφίαλος]]· ἀλλ’ ὑπάρχουσιν ἐν τούτῳ δυσχέρειαι, ἴδε Κούρτ. σ. 528). Αὐθάδης βία πηγάζουσα ἐξ ὑπερβολικῆς συναισθήσεως δυνάμεως ἢ ἐκ πάθους, [[αὐθάδεια]], [[ἀλαζονεία]] [[αὐθάδης]], [[προπέτεια]], [[συχν]]. ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν μνηστήρων, μνηστήρων, τῶν [[ὕβρις]] τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει Ο. 329., Ρ. 565· μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Α. 368., Δ. 321· [[λίην]] γὰρ ἀτάσθαλον ὕβριν ἔχουσιν Π. 86· ὕβρει εἶξαι Ξ. 262., Ρ. 431· θεοί... ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Ρ. 487· [[δίκη]] [[ὑπὲρ]] ὕβριος ἴσχει· Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 215, πρβλ. Ἀρχίλ. 79· συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ ὀλιγωρίη, Ἡρόδ. 1. 106· δυσσεβίας μὲν [[ὕβρις]] [[τέκος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 534· - κατὰ Πλάτωνα [[ὕβρις]] [[εἶναι]] ἐπιθυμίας ἀρξάσης ἐν ἡμῖν ἡ [[ἀρχή]], Φαῖδρ. 238Α· [[ἐντεῦθεν]] οἱ ποιηταὶ [[συχνάκις]] συνάπτουσιν αὐτὴν [[μετὰ]] τοῦ κόρου (ἴδε [[κόρος]] Α. ἐν τέλει)· - ὡς κατηγορούμ. πράξεων, ἆρ’ οὐχ [[ὕβρις]] τάδ’; Σοφ. Ο. Κ. 883· ταῦτ’ οὐχ [[ὕβρις]] ἐστί; Ἀριστοφ. Νεφ. 1299, πρβλ. Βατρ. 21, Πλ. 886· [[ὕβρις]] τάδ’ ἐστί, κρείσσω δαιμόνων [[εἶναι]] θέλειν Εὐρ. Ἱππ. 474· - ὕβρει χλευαστικῶς, Σοφ. Ἠλέκ. 881· ἐφ’ ὕβρει Εὐρ. Ὀρ. 1581, Δημ. 526. 19, κλπ.· δι’ ὕβριν ὁ αὐτ. 527. 26 διὰ τὴν ὕβριν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 10· εἰς ὕβριν Πλουτ. Ἀλκιβ. 37, κλπ. 2) [[μάλιστα]] ἐπὶ σφοδρᾶς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἢ ἀσελγείας, ἀντίθετον τῷ [[σωφροσύνη]], Θέογν. 379, Ξεν. 3) ἐπὶ σφριγώντων ἵππων, τὸ ἀτίθασον, τὸ ἀχαλίνωτον αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 189· [[ὕβρις]] ὀρθία κνωδάλων Πινδ. Π. 10. 55, πρβλ. Ν. 1. 75 (ἴδε [[ὑβρίζω]] Ι). 4) οἴνου [[ὕβρις]], ἡ [[ζύμωσις]], [[αὐτοῦ]], μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Αἰλ. ΙΙ. [[ὕβρισμα]], [[τρόπος]] [[αὐθάδης]], [[πρᾶξις]] [[αὐθάδης]] καὶ [[ἀκόλαστος]], κακὴ [[μεταχείρισις]], [[αὐθάδεια]], [[ἀκολασία]], προσβολὴ (ἂν καὶ [[πολλάκις]] [[εἶναι]] δυσχερές νὰ χωρίσῃ τις τὴν συγκεκριμένην ἔννοιαν ἀπὸ τῆς ἀφῃρημένης), Ἰλ. Α. 203, 214· ὕβριν τῖσαι Ὀδ. Ω. 352· [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ [[ὑβρίζω]], [[μετὰ]] ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἀθάνατον Ἥρας μητέρ’ εἰς ἐμὴν ὕβριν Εὐρ. Βάκχ. 6· ἡ κατ’ Ἀργείους ὕ. Σοφ. Ἀποσ. 337· ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμενικῆς, ὕ. τινος, [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 1. 8, κλπ.· - ἐν τῷ πληθ. πράξεις ἀκόλαστοι καὶ αὐθάδεις, προσβολαί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 145, Ξενοφάν. 1. 1, Εὐριπ. Βάκχ. 247, Ἡρ. Μαιν. 741, Ξεν., κλπ.· - περὶ τοῦ ὕβριν ὑβρίζειν, πρβλ. [[ὑβρίζω]] ΙΙ. 2. 2) ἀσελγὴς ὑβριστικὴ [[πρᾶξις]], Πινδ. Π. 2. 52· τὸ διαφθείρειν καὶ μοιχεύειν γυναῖκα ἔγγαμον καὶ [[οὕτως]] αἰσχύνειν μὲν τοὺς παῖδας ὑβρίζειν δὲ τὸν ἄνδρα τῆς γυναικός, Λυσί. 92. 4, κλπ.· τὸ φθείρειν ἀσελγῶς, παίδων ὕβρεις καὶ γυναικῶν αἰσχύνας Ἰσοκρ. 64D, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ, πρβλ. δὲ καὶ 89Α· ἀσελγὴς [[πρᾶξις]], [[ἀσέλγεια]], τὴν ὕ. τὴν εἰς τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[σῶμα]] Αἰσχίν. 16. 25· ὕβριν τοῦ σώματος πεπρακὼς ὁ αὐτ. 26. 41· οὕτω, πιπράσκειν τὸ [[σῶμα]] ἐφ’ ὕβρει ὁ αὐτ. 5. 5· γυναῖκας δεῦρ’ ἤγαγεν ἐφ’ ὕβρει Δημ. 440. 7· γυναικῶν ὕβρεις ἢ εἰς αὐτοὺς ἢ εἰς υἱεῖς Ἀριστ. Ρητορ. 1. 12, 35. 3) ἐν Ἀθήναις ὁ [[νόμος]] ὕβρεως (Δημ. 525. 14) ἦτο [[λίαν]] [[σπουδαῖος]] καὶ περιελάμβανε πάσας τὰς [[μᾶλλον]] σοβαρὰς προσωπικὰς βλάβας: ἡ δημοσία γραφὴ ὕβρεως εἰσήγετο πρὸς τιμωρίαν πάσης βλάβης προερχομένης ἐξ ὑβριστικῆς ἐπιθέσεως ([[ὕβρις]] δι’ αἰσχρουργίας)· καὶ ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ἀνεφέρετο εἰς τὰς αὐτὰς ὑποθέσεις εἰς ἃς καὶ ἡ [[δίκη]] αἰκίας (ἴδε [[αἰκία]])· ὁ ἀγὼν ἦτο τιμητὸς (ἴδε ἐν λέξ.), καὶ ὡς ποινὴ ἠδύνατο νὰ ᾖ καὶ [[θάνατος]]· ἐξεδικάζετο δὲ ἐνώπιον τῶν Θεσμοθετῶν, Ἰσοκρ. 396Α, Αἰσχίν. 3. 14, Δημ. 970, 11., 1102. 18· μία τῶν ἐπισημοτάτων τούτων δικῶν γνωστὴ ἡμῖν [[εἶναι]] ἡ ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους κινηθεῖσα κατὰ Μειδίου, [[ἔνθα]] ἴδε καὶ τὸν περὶ ὕβρεως Νόμον, 529. 15· πρβλ. Att. Process σ. 319 κἑξ., 548 κἑξ., Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὕβρις]], ἡ [[μετὰ]] προπηλακισμοῦ καὶ ἐπηρείας, [[αἰκία]] δὲ πληγαὶ μόνον, κτλ.». ΙΙΙ. κεῖται ἐπὶ κινδύνου ἐν θαλάσσῃ [[ἕνεκα]] τρικυμίας, Πίνδ. (ἴδε ἐν λ. [[ναυσίστονος]]), Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21. Β. ὡς ἀρσ. = [[ὑβριστής]], κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα, «κακοῦργον καὶ ὑβριστὴν ἄνθρωπον» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189. ΙΙ. [[ὄνομα]] Σατύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8398. | |||
}} | |||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕβρις:''' [ῠ], γεν. <i>-εως</i> και <i>-εος</i>, Επικ. <i>-ιος</i>,<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[κακοβουλία]], [[αυθάδεια]], [[αυθάδεια]] από [[αίσθηση]] δύναμης ή [[αναίδεια]], [[προπέτεια]], [[θρασύτητα]], [[ιταμότητα]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ενέργειες, πράξεις, ἆρ' οὐχ [[ὕβρις]] τάδ', σε Σοφ.· ταῦτ' οὐχ [[ὕβρις]] [[ἐστί]];, σε Αριστοφ.· επιρρ., χλευαστικά, <i>ὕβρει</i>, με [[αυθάδεια]] ή [[αναίδεια]], σε Σοφ.· <i>ἐφ' ὕβρει</i>, σε Ευρ.· <i>δι' ὕβριν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[λαγνεία]], [[ασέλγεια]], αντίθ. προς το [[σωφροσύνη]], σε Θέογν., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για υπερβολικά θρεμμένο [[άλογο]], ατίθασο, αχαλίνωτο, σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[ὕβρισμα]], σε Όμηρ.· μερικές φορές όπως το [[ὑβρίζω]], ακολουθ. από πρόθ. Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν [[ὕβρις]], η αυθάδειά της προς..., σε Ευρ.· ἡ κατ' Ἀργείους [[ὕβρις]], σε Σοφ.· ἡ πρὸς τοὺς δημότας [[ὕβρις]], σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. αντικ., [[ὕβρις]] τινός, προς κάποιον, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ακόλαστες, αυθάδεις, προσβολές, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσβολή]], προσβλητική [[ενέργεια]], [[παραβίαση]], [[βεβήλωση]], [[καταπάτηση]], σε Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αττ. [[νομοθεσία]], η [[ὕβρις]]περιελάμβανε τις πιο σοβαρές βλάβες που διαπράττονταν [[εναντίον]] κάποιου, υβριστική, ελεεινή [[επίθεση]], [[προσβολή]]· η πιο ελαφριά [[μορφή]] της είναι η [[αἰκία]] [ῑ]· γι' αυτό η [[ὕβρις]], επανορθωνόταν με δημόσια [[έγκληση]], [[μήνυση]] ([[γραφή]]), ενώ η [[αἰκία]] με ιδιωτική [[επενέργεια]] ([[δίκη]]).<br /><b class="num">III.</b> [[απώλεια]], [[ζημιά]], [[βλάβη]], [[φθορά]], σε Καινή Διαθήκη <b>Β.</b> ως αρσ., = [[ὑβριστής]], [[βίαιος]], [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[κακούργος]] [[άνθρωπος]], <i>ὕβριν ἀνέρα</i>, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ὕβρις:''' [ῠ], γεν. <i>-εως</i> και <i>-εος</i>, Επικ. <i>-ιος</i>,<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[κακοβουλία]], [[αυθάδεια]], [[αυθάδεια]] από [[αίσθηση]] δύναμης ή [[αναίδεια]], [[προπέτεια]], [[θρασύτητα]], [[ιταμότητα]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ενέργειες, πράξεις, ἆρ' οὐχ [[ὕβρις]] τάδ', σε Σοφ.· ταῦτ' οὐχ [[ὕβρις]] [[ἐστί]];, σε Αριστοφ.· επιρρ., χλευαστικά, <i>ὕβρει</i>, με [[αυθάδεια]] ή [[αναίδεια]], σε Σοφ.· <i>ἐφ' ὕβρει</i>, σε Ευρ.· <i>δι' ὕβριν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[λαγνεία]], [[ασέλγεια]], αντίθ. προς το [[σωφροσύνη]], σε Θέογν., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για υπερβολικά θρεμμένο [[άλογο]], ατίθασο, αχαλίνωτο, σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[ὕβρισμα]], σε Όμηρ.· μερικές φορές όπως το [[ὑβρίζω]], ακολουθ. από πρόθ. Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν [[ὕβρις]], η αυθάδειά της προς..., σε Ευρ.· ἡ κατ' Ἀργείους [[ὕβρις]], σε Σοφ.· ἡ πρὸς τοὺς δημότας [[ὕβρις]], σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. αντικ., [[ὕβρις]] τινός, προς κάποιον, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ακόλαστες, αυθάδεις, προσβολές, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσβολή]], προσβλητική [[ενέργεια]], [[παραβίαση]], [[βεβήλωση]], [[καταπάτηση]], σε Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αττ. [[νομοθεσία]], η [[ὕβρις]]περιελάμβανε τις πιο σοβαρές βλάβες που διαπράττονταν [[εναντίον]] κάποιου, υβριστική, ελεεινή [[επίθεση]], [[προσβολή]]· η πιο ελαφριά [[μορφή]] της είναι η [[αἰκία]] [ῑ]· γι' αυτό η [[ὕβρις]], επανορθωνόταν με δημόσια [[έγκληση]], [[μήνυση]] ([[γραφή]]), ενώ η [[αἰκία]] με ιδιωτική [[επενέργεια]] ([[δίκη]]).<br /><b class="num">III.</b> [[απώλεια]], [[ζημιά]], [[βλάβη]], [[φθορά]], σε Καινή Διαθήκη <b>Β.</b> ως αρσ., = [[ὑβριστής]], [[βίαιος]], [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[κακούργος]] [[άνθρωπος]], <i>ὕβριν ἀνέρα</i>, σε Ησίοδ. |