σκληρόστομος: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληρόστομος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν [[στόμα]], [[δυσπειθής]], [[δυσήνιος]], ἐπὶ ἵππων, [[Πολυδ]]. Α΄, 197. ΙΙ. ὃν δυσκόλως προφέρει τις, σῖγμα Ἀριστόξ. παρ’ Ἀθην. 467Β.
|lstext='''σκληρόστομος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν [[στόμα]], [[δυσπειθής]], [[δυσήνιος]], ἐπὶ ἵππων, Πολυδ. Α΄, 197. ΙΙ. ὃν δυσκόλως προφέρει τις, σῖγμα Ἀριστόξ. παρ’ Ἀθην. 467Β.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σκληρόστομος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκληρό [[στόμα]]<br /><b>2.</b> (για φθόγγο) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να προφέρει, δυσκολοπρόφερτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[άλογο]]) [[ατίθασος]], απείθαρχος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αὐθαδό</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σκληρόστομος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκληρό [[στόμα]]<br /><b>2.</b> (για φθόγγο) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να προφέρει, δυσκολοπρόφερτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[άλογο]]) [[ατίθασος]], απείθαρχος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αὐθαδό</i>-<i>στομος</i>].
}}
}}