διαρρήγνυμι: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diarrignymi
|Transliteration C=diarrignymi
|Beta Code=diarrh/gnumi
|Beta Code=diarrh/gnumi
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[break through]], Hom. only in Med., διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις <span class="bibl">Il.12.308</span>; <b class="b3">διαρρήξασα χαλινόν</b> [[having broken]] the bridle [[asunder]], <span class="bibl">Thgn.259</span>; <b class="b3">μόγις ἂν… διαρρήξειας [τὴν κεφαλήν</b>] <span class="bibl">Hdt.3.12</span>; <b class="b3">πλευρὰν διαρρήξαντα… φασγάνῳ</b> [[having cloven]] it, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>834</span>; δ. τὰς χορδάς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>86a</span>:—Pass., [[burst]], as with eating, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.2.21</span>, <span class="bibl">Anaxil.25</span>, <span class="bibl">Phoenicid.3</span>, etc.; δ. μυρίων ἀγαθῶν <span class="bibl">Men.10D.</span>; with passion, διαρραγήσομαι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>340</span>; ὑπὸ φθόνου <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>40</span>; οὐδ' ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος <span class="bibl">D.18.21</span>, cf. 87; [[διαρραγείης]], as a curse, <b class="b2">'split you!'</b> <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>2</span>, etc.: pf. [[διέρρωγα]] to [[be broken]] or [[torn]], διερρωγυιῶν τῶν χορδῶν Pl.<span class="title">Phd.</span> l. c.; ἀκεσαμένη τὸ διερρωγός <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>623a18</span>; ὑπόδημα δ. Plu.2.82b: later pf. part. Pass. διερρηγμένος <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.64c</span>.</span>
|Definition=[[break through]], Hom. only in Med., διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις Il.12.308; διαρρήξασα χαλινόν having [[broken]] the [[bridle]] [[asunder]], Thgn.259; μόγις ἂν… διαρρήξειας [τὴν κεφαλήν] Hdt.3.12; πλευρὰν διαρρήξαντα… φασγάνῳ having [[cleave|cloven]] it, S.Aj.834; δ. τὰς χορδάς Pl.Phd.86a:—Pass., [[burst]], as with eating, X.Cyr.8.2.21, Anaxil.25, Phoenicid.3, etc.; δ. μυρίων ἀγαθῶν Men.10D.; with passion, διαρραγήσομαι Ar.Eq.340; ὑπὸ φθόνου Luc.Tim.40; οὐδ' ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος D.18.21, cf. 87; [[διαρραγείης]], as a [[curse]], '[[split]] [[you]]!' Ar.Av.2, etc.: pf. [[διέρρωγα]] to [[be broken]] or [[be torn]], διερρωγυιῶν τῶν χορδῶν Pl.Phd. l. c.; ἀκεσαμένη τὸ διερρωγός Arist.HA623a18; [[ὑπόδημα]] δ. Plu.2.82b: later pf. part. Pass. [[διερρηγμένος]] Jul.Or.2.64c.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρρήγνῡμι:''' μέλ. <i>-ρήξω</i> — Παθ. μέλ. βʹ <i>-ρᾰγήσομαι</i>, αόρ. βʹ δι-ερράγην [ᾰ]· [[ξεσχίζω]], [[διασπώ]], σε Ομήρ. Ιλ. (στη Μέσ.), σε Ηρόδ., Σοφ. — Παθ., εκρήγνυμαι, [[ξεσπώ]], [[σκάζω]], από την [[πολυφαγία]], σε Ξεν.· από το [[πάθος]], σε Αριστοφ.· <i>διαρρᾰγείης</i>, λέγεται ως [[κατάρα]], «να σκάσεις!», στον ίδ.· παρακ. [[διέρρωγα]], με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαρρήγνῡμι:''' μέλ. <i>-ρήξω</i> — Παθ. μέλ. βʹ <i>-ρᾰγήσομαι</i>, αόρ. βʹ δι-ερράγην [ᾰ]· [[ξεσχίζω]], [[διασπώ]], σε Ομήρ. Ιλ. (στη Μέσ.), σε Ηρόδ., Σοφ. — Παθ., εκρήγνυμαι, [[ξεσπώ]], [[σκάζω]], από την [[πολυφαγία]], σε Ξεν.· από το [[πάθος]], σε Αριστοφ.· <i>διαρρᾰγείης</i>, λέγεται ως [[κατάρα]], «να σκάσεις!», στον ίδ.· παρακ. [[διέρρωγα]], με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαρρήγνυμι, διαρρηγνύω en διαρρήσσω [διά, ῥήγνυμι] ook in tmes. met acc., causat., zelden med. (doormidden) (doen) breken, (doen) scheuren:. μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαρρήξειας je kan ze (de schedels) nauwelijks doormidden breken door er met een steen tegenaan te slaan Hdt. 3.12.1; ὁ … ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει de hogepriester scheurde zijn kleren en zei NT Marc. 14.63. pass. intrans. met perf. διέρρωγα barsten, breken; overdr..; ὅπως οἱ κόλακες ἐκεῖνοι διαρραγῶσιν ὑπὸ τοῦ φθόνου opdat die hielenlikkers barsten van jaloezie Luc. 25.40; οὐδ ’ ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος ook al blijf je liegen tot je barst Demosth. 18.21; kom. διαρραγείης jij kan barsten!
|elnltext=διαρρήγνυμι, διαρρηγνύω en διαρρήσσω [διά, ῥήγνυμι] ook in tmes. met acc., causat., zelden med. (doormidden) (doen) breken, (doen) scheuren:. μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαρρήξειας je kan ze (de schedels) nauwelijks doormidden breken door er met een steen tegenaan te slaan Hdt. 3.12.1; ὁ … ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει de hogepriester scheurde zijn kleren en zei NT Marc. 14.63. pass. intrans. met perf. διέρρωγα barsten, breken; overdr..; ὅπως οἱ κόλακες ἐκεῖνοι διαρραγῶσιν ὑπὸ τοῦ φθόνου opdat die hielenlikkers barsten van jaloezie Luc. 25.40; οὐδ ’ ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος ook al blijf je liegen tot je barst Demosth. 18.21; kom. διαρραγείης jij kan barsten!
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj