3,276,932
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1347.png Seite 1347]] (s. δύω), 1) praes., impf., fut. u. aor. I. in trans. Bdtg, untergehen lassen, untertauchen, versenken; τοὺς γαυλοὺς καταδύσας Her. 6, 17; τὴν νῆα 8, 87; [[ναῦς]] Ar. Ran. 49; Thuc. 1, 54 u. öfter; Pol. 1, 25, 4; εἰ δέ τινα ὑμῶν λήψομαι ἐν τῇ θαλάττῃ, καταδύσω, Xen. An. 7, 2, 13; ein Schiff leck machen, daß es sinkt, Thuc. 1, 50; Xen. Hell. 1, 6, 35. 7, 32; übertr., ἐμὲ δὲ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καταδύουσι τῷ [[ἄχει]], sie versenken mich in Kummer, Cyr. 6, 1, 38, vgl. 2 c; ἥλιον κατεδύσαμεν λέσχῃ, wir ließen über unser Geschwätz die Sonne untergehen, Callim. 47 (VII, 80), wie Aristaen. 1, 24 καταδύσειν μοι δοκῶ τὸν ἥλιον ἐπὶ μήκει τοῦ λόγου. – 2) Häufiger im aor. II. u. perf. mit intrans. Bdtg, wozu als Präsens καταδύομαι u. [[καταδύνω]] gehört, bei Hom. auch καταδύσεο, καταδύσετο, [[untergehen]], untertauchen, versinken; – a) von der Sonne, aor. II., Il. 1, 475 u. öfter; ἀσπασίως δ' ἄρα τῷ κατέδυ [[φάος]] ἠελίοιο Od. 13, 53; ἅμα ἠελίῳ καταδύντι Il. 1, 592; [[πρόπαν]] [[ἦμαρ]] ἐς ἠέλιον καταδύντα, bis zum Untergang der Sonne, Od. 10, 183; H. h. Merc. 197 [[ἥλιος]] καταδυόμενος. Aehnlich καταδεδυκέναι τὴν νῆσον κατὰ θαλάττης Her. 2, 174; ἡ [[ναῦς]] κατεδύετο 8, 90; πλοῖα καταδυόμενα Plat. Polit. 302 a; [[ναῦς]] κατέδυσαν Pol. 1, 61, 6, öfter. – b) sich unter Etwas, in Etwas hineinbegeben, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1347.png Seite 1347]] (s. δύω), 1) praes., impf., fut. u. aor. I. in trans. Bdtg, untergehen lassen, untertauchen, versenken; τοὺς γαυλοὺς καταδύσας Her. 6, 17; τὴν νῆα 8, 87; [[ναῦς]] Ar. Ran. 49; Thuc. 1, 54 u. öfter; Pol. 1, 25, 4; εἰ δέ τινα ὑμῶν λήψομαι ἐν τῇ θαλάττῃ, καταδύσω, Xen. An. 7, 2, 13; ein Schiff leck machen, daß es sinkt, Thuc. 1, 50; Xen. Hell. 1, 6, 35. 7, 32; übertr., ἐμὲ δὲ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καταδύουσι τῷ [[ἄχει]], sie versenken mich in Kummer, Cyr. 6, 1, 38, vgl. 2 c; ἥλιον κατεδύσαμεν λέσχῃ, wir ließen über unser Geschwätz die Sonne untergehen, Callim. 47 (VII, 80), wie Aristaen. 1, 24 καταδύσειν μοι δοκῶ τὸν ἥλιον ἐπὶ μήκει τοῦ λόγου. – 2) Häufiger im aor. II. u. perf. mit intrans. Bdtg, wozu als Präsens καταδύομαι u. [[καταδύνω]] gehört, bei Hom. auch καταδύσεο, καταδύσετο, [[untergehen]], untertauchen, versinken; – a) von der Sonne, aor. II., Il. 1, 475 u. öfter; ἀσπασίως δ' ἄρα τῷ κατέδυ [[φάος]] ἠελίοιο Od. 13, 53; ἅμα ἠελίῳ καταδύντι Il. 1, 592; [[πρόπαν]] [[ἦμαρ]] ἐς ἠέλιον καταδύντα, bis zum Untergang der Sonne, Od. 10, 183; H. h. Merc. 197 [[ἥλιος]] καταδυόμενος. Aehnlich καταδεδυκέναι τὴν νῆσον κατὰ θαλάττης Her. 2, 174; ἡ [[ναῦς]] κατεδύετο 8, 90; πλοῖα καταδυόμενα Plat. Polit. 302 a; [[ναῦς]] κατέδυσαν Pol. 1, 61, 6, öfter. – b) sich unter Etwas, in Etwas hineinbegeben, [[hineindringen]], -[[schleichen]]; κατα δῦναι ὅμιλον Il. 10, 231 Od. 15, 327 u. öfter, sowohl sich in die Schaar hineinschleichen, um sich zu verbergen, als hineindringen, μάχην καταδύμεναι ἀνδρῶν Il. 3, 241; κατεδύσατο (Bekker κατεδύσετοπουλὺν ὅμιλον 10, 517, καταδύσεο μῶλον Ἄρηος, gehe in das Schlachtgetümmel, 18, 134. Aehnl. ἀνδρῶν [[δυσμενέων]] κατέδυ πόλιν Od. 4, 246, er begab sich heimlich hinein; καταδῦσα Διὸς δόμον Il. 8, 375; μυῖαι καταδῦσαι κατὰ ὠτειλάς 19, 25; καταδυσόμεθ' εἰς Ἀΐδαο δόμους, wir werden in die Unterwelt hinabgehen, Od. 10, 174; καταδύνων εἰς ὕλην Her. 9, 37; übertr., καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ [[ἁρμονία]] Plat. Rep. III, 401 d, er dringt ein, wie καταδύεσθαι εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας τὴν ἀναρχίαν VIII, 562 e. Auch Sp., καταδύσης αἰχμῆς εἰς [[βάθος]] Plut. Rom. 20. – c) [[sich verbergen]], verstecken, gew. mit dem Nebenbegriffe der Schaam; καταδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen. Cyr. 6, 1, 35; οὐκ ἂν ἐπὶ τούτῳ κατέδυ καὶ μέτριον παρέσχεν ἑαυτόν Dem. 21, 199, vgl. παρακάθηται, οὐ καταδύεται τοῖς πεπραγμένοις Dem. 24, 182; ähnlich καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ τὰ πολλὰ ὡς γυνὴ ζῇ Plat. Rep. IX, 579 b; εἰς ἄπορον ὁ σοφιστὴς τόπον καταδέδυκεν, er hat sich zurückgezogen, versteckt, Soph. 239 c; καταδύνοντες ἐν τοῖς τέλμασι Pol. 5, 47, 2; καταδύονται εἰς φάραγγας Xen. Cyn. 5, 16; Sp., ἐν μυχῷ τοῦ συμποσίου ὑπ' αἰδοῦς καταδεδυκώς Luc. de merc. cond. 27. – d) [[sich anziehen]], anlegen; κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il. 6, 504; καταδύς Od. 12, 228; κατεδύσετο (so Bekk., Wolf κατεδύσατο) Il. 7, 103; σπάργαν' ἔσω κατέδυνε θυήεντα H. h. Merc. 237; καταδῦναι ἃ καὶ [[πάρος]] εἵματα [[ἕστο]] Mosch. 4, 102. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |