καταδύω

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδύω Medium diacritics: καταδύω Low diacritics: καταδύω Capitals: ΚΑΤΑΔΥΩ
Transliteration A: katadýō Transliteration B: katadyō Transliteration C: katadyo Beta Code: katadu/w

English (LSJ)

or καταδύνω:
I intr., in Act. pres. καταδύνω and Med. καταδύομαι: fut. καταδύσομαι: aor. κατεδῡσάμην, Ep. 2 and 3sg. καταδύσεο, καταδύσετο:—Act., aor. 2 κατέδυν: pf. καταδέδῡκα:—go down, sink, set, especially of the sun (as Hom. always in aor. 2 Act.), ἠέλιος κατέδυ Il.1.475, etc.; ἅμα… ἠελίῳ καταδύντι ib.592; ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.10.183; ἠελίοιο καταδῡομένοιο h.Merc.197; καταδεδυκέναι τὴν (νῆσον) κατὰ θαλάσσης Hdt.7.235; also of ships, to be sunk or be disabled, Id.8.90, Th.2.92, 7.34, X.HG1.6.35, etc.; also οἱ ἱππεῖς καταδύνοντες ἐν τέλμασιν Plb. 5.47.2; κατέδυνεν ὑφ' ὕδατι duck under water, Batr.89; καταδεδυκώς having popped down, Ar.V.140.
2 go down, plunge into, c. acc., καταδῦναι ὅμιλον Il.10.231, etc.; κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον ib.517; καταδύσεο μῶλον Ἄρηος 18.134; so μάχην, δόμον, πόλιν καταδύμεναι, 3.241, 8.375, Od.4.246: followed by Prep., μυῖαι καδδῦσαι (Ep. for καταδῦσαι) κατὰ… ὠτειλάς Il.19.25; σπάργαν' ἔσω κατέδυνε h.Merc.237; καταδυσόμεθ'… εἰς Ἀΐδαο δόμους we shall go down into... Od.10.174; so καταδύνειν ἐς ὕλην Hdt.9.37, cf. 4.76; εἰς φάραγγας, of hares, X.Cyn.5.16; εἰς ἅπασαν [τὴν πόλιν] Pl.R.576e; κατὰ τῆς γῆς Hdt.4.132; κατὰ τέφρας πολλῆς Plu.Cam.32; of souls, εἰς βυθὸν κ. Plu.2.943d: c. dat., sink into, ταῖς ὁμοιοπαθείαις Metrod.Fr.38: freq. with a notion of secrecy, insinuate oneself, steal into, καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία Pl.R.401d; ἡ ἀναρχία εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας κ. ib. 562e; κ. ἡ ψῦξις ἕως πλείστου the cold penetrates most, Gal.15.90, cf. 6.178.
3 slink away and lie hid, καταδύεσθαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης X.Cyr.6.1.35, cf. D.21.199 (so abs., to be overcome with shame, ἐπὶ τῇ ἀγνοίᾳ Zos.5.40); καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ Pl.R.579b; εἰς ἄπορον ὁ σοφιστὴς τόπον καταδέδυκεν Id.Sph.239c, etc.
4 get into, put on, κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il.6.504, cf. Od.12.228; κατεδύσετο τεύχεα καλά Il.7.103; εἵματα Mosch.4.102.
II causal, make to sink, rare in pres., ἐμπίπτων καὶ καταδύων Pherecr.12; ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει X.Cyr.6.1.37: mostly in aor. 1, γαύλους καταδύσας Hdt.6.17; in naval warfare, καταδῦσαι ναῦν cut it down to the water's edge, disable it, Id.8.87, al., Ar.Ra.49, Th.1.50; ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν we let the sun go down in talk, Call.Epigr.2, cf. Aristaenet.1.24.
2 duck, τὴν κεφαλήν, in a bath, Herod.Med. ap. Orib.10.37.13.

German (Pape)

[Seite 1347] (s. δύω), 1) praes., impf., fut. u. aor. I. in trans. Bdtg, untergehen lassen, untertauchen, versenken; τοὺς γαυλοὺς καταδύσας Her. 6, 17; τὴν νῆα 8, 87; ναῦς Ar. Ran. 49; Thuc. 1, 54 u. öfter; Pol. 1, 25, 4; εἰ δέ τινα ὑμῶν λήψομαι ἐν τῇ θαλάττῃ, καταδύσω, Xen. An. 7, 2, 13; ein Schiff leck machen, daß es sinkt, Thuc. 1, 50; Xen. Hell. 1, 6, 35. 7, 32; übertr., ἐμὲ δὲ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καταδύουσι τῷ ἄχει, sie versenken mich in Kummer, Cyr. 6, 1, 38, vgl. 2 c; ἥλιον κατεδύσαμεν λέσχῃ, wir ließen über unser Geschwätz die Sonne untergehen, Callim. 47 (VII, 80), wie Aristaen. 1, 24 καταδύσειν μοι δοκῶ τὸν ἥλιον ἐπὶ μήκει τοῦ λόγου. – 2) Häufiger im aor. II. u. perf. mit intrans. Bdtg, wozu als Präsens καταδύομαι u. καταδύνω gehört, bei Hom. auch καταδύσεο, καταδύσετο, untergehen, untertauchen, versinken; – a) von der Sonne, aor. II., Il. 1, 475 u. öfter; ἀσπασίως δ' ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο Od. 13, 53; ἅμα ἠελίῳ καταδύντι Il. 1, 592; πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα, bis zum Untergang der Sonne, Od. 10, 183; H. h. Merc. 197 ἥλιος καταδυόμενος. Ähnlich καταδεδυκέναι τὴν νῆσον κατὰ θαλάττης Her. 2, 174; ἡ ναῦς κατεδύετο 8, 90; πλοῖα καταδυόμενα Plat. Polit. 302 a; ναῦς κατέδυσαν Pol. 1, 61, 6, öfter. – b) sich unter Etwas, in Etwas hineinbegeben, hineindringen, -schleichen; κατα δῦναι ὅμιλον Il. 10, 231 Od. 15, 327 u. öfter, sowohl sich in die Schaar hineinschleichen, um sich zu verbergen, als hineindringen, μάχην καταδύμεναι ἀνδρῶν Il. 3, 241; κατεδύσατο (Bekker κατεδύσετοπουλὺν ὅμιλον 10, 517, καταδύσεο μῶλον Ἄρηος, gehe in das Schlachtgetümmel, 18, 134. Aehnl. ἀνδρῶν δυσμενέων κατέδυ πόλιν Od. 4, 246, er begab sich heimlich hinein; καταδῦσα Διὸς δόμον Il. 8, 375; μυῖαι καταδῦσαι κατὰ ὠτειλάς 19, 25; καταδυσόμεθ' εἰς Ἀΐδαο δόμους, wir werden in die Unterwelt hinabgehen, Od. 10, 174; καταδύνων εἰς ὕλην Her. 9, 37; übertr., καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία Plat. Rep. III, 401 d, er dringt ein, wie καταδύεσθαι εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας τὴν ἀναρχίαν VIII, 562 e. Auch Sp., καταδύσης αἰχμῆς εἰς βάθος Plut. Rom. 20. – c) sich verbergen, verstecken, gew. mit dem Nebenbegriffe der Schaam; καταδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen. Cyr. 6, 1, 35; οὐκ ἂν ἐπὶ τούτῳ κατέδυ καὶ μέτριον παρέσχεν ἑαυτόν Dem. 21, 199, vgl. παρακάθηται, οὐ καταδύεται τοῖς πεπραγμένοις Dem. 24, 182; ähnlich καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ τὰ πολλὰ ὡς γυνὴ ζῇ Plat. Rep. IX, 579 b; εἰς ἄπορον ὁ σοφιστὴς τόπον καταδέδυκεν, er hat sich zurückgezogen, versteckt, Soph. 239 c; καταδύνοντες ἐν τοῖς τέλμασι Pol. 5, 47, 2; καταδύονται εἰς φάραγγας Xen. Cyn. 5, 16; Sp., ἐν μυχῷ τοῦ συμποσίου ὑπ' αἰδοῦς καταδεδυκώς Luc. de merc. cond. 27. – d) sich anziehen, anlegen; κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il. 6, 504; καταδύς Od. 12, 228; κατεδύσετο (so Bekk., Wolf κατεδύσατο) Il. 7, 103; σπάργαν' ἔσω κατέδυνε θυήεντα H. h. Merc. 237; καταδῦναι ἃ καὶ πάρος εἵματα ἕστο Mosch. 4, 102.

French (Bailly abrégé)

I. tr. (aux prés., impf. κατέδυον, f. καταδύσω, ao. κατέδυσα) enfoncer, plonger, submerger : fig. τινα τῷ ἄχει XÉN plonger qqn dans la douleur;
II. intr. (à l'ao.2 κατέδυν, au pf. καταδέδυκα et au Moy. καταδύομαι, f. καταδύσομαι, etc.);
1 s'enfoncer, se plonger dans l'eau, en parl. du soleil qui se couche, d'ord. à l'ao.2 : ἠέλιος κατέδυ IL le soleil s'enfonça (dans l'Océan) ; ἅμ' ἠελίῳ καταδύντι IL en même temps que le soleil se plongeait (dans l'Océan) ; ἡ νῆσος καταδέδυκε κατὰ θαλάσσης HDT l'île s'est enfoncée dans la mer;
2 s'enfoncer (sous terre, dans un trou, etc.) : εἰς Ἀΐδαο δόμους OD dans la demeure d'Hadès ; p. anal. ὅμιλον OD, μάχην IL, πόλιν OD s'enfoncer dans la foule, dans la mêlée, dans la ville, etc.
3 se couvrir de, se revêtir de : τεύχεα IL de ses armes;
4 fig. se cacher : ὑπὸ τῆς αἰσχύνης XÉN de honte (cf. franç. rentrer sous terre) ; ἐς ὕλην HDT aller se cacher dans les bois.
Étymologie: κατά, δύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δύω of κατα-δύνω ep. aor. mixtus 2 en 3 sing. καταδύσεο en κατεδύσετο, inf. stamaor. καταδύμεναι act. met acc., causat., meestal in sigm. aor., zelden praes. onderdompelen, doen zinken:; κατεδύσαμέν γε ναῦς wij hebben schepen tot zinken gebracht Aristoph. Ran. 49; overdr.: ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει zij dompelen mij onder in verdriet Xen. Cyr. 6.1.37. act. en med.-pass., met stamaor. κατέδυν; perf. καταδέδυκα zonder acc. ondergaan:; ἠέλιος κατέδυ de zon ging onder Il. 1.475; ἅμα δ’ ἠελίῳ καταδύντι bij zonsondergang Il. 1.592; zinken:; ἡ... Ἀττικὴ κατεδύετο het Attische schip zonk Hdt. 8.90.2; κατὰ θαλάσσης καταδεδυκέναι in zee verdwijnen Hdt. 7.235.2; onderduiken, zich verbergen:. κ. ἐς ὕλην zich verbergen in het bos Hdt. 9.37.3; κ. ὑπὸ τῆς αἰσχύνης zich verbergen uit schaamte Xen. Cyr. 6.1.35. met acc. of prep. bep. zich begeven in, binnendringen:; καταδύμεναι μάχην zich in de strijd begeven Il. 3.241; μυῖαι καδδῦσαι κατά... ὠτειλάς vliegen die in de wonden kropen Il. 19.25; doordringen:; καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία het ritme en de harmonie dringen door tot diep in de ziel Plat. Resp. 401d; aantrekken, met acc.: κατέδυ κλυτὰ τεύχεα hij trok zijn beroemde wapenrusting aan Il. 6.504.

Russian (Dvoretsky)

καταδύω: и κατα-δύνω (в неперех. знач. тж. med. - aor. 2 κατέδυν, pf. καταδέδυκα)
1 погружать в воду, пускать ко дну, топить (τοὺς γαυλούς Her.; ναῦς Thuc.; τὸ σκάφος Luc.): ἥλιον κ. λέσχῃ Anth. топить солнце в своей беседе, т. е. проговорить до вечера;
2 повергать (τινὰ τῷ ἄχει Xen.);
3 погружаться, (о небесных телах) садиться (ἠέλιος κατέδυ Hom.): ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. до захода солнца;
4 зарываться (εἰς τὴν γῆν Arst.);
5 погружаться в воду, тонуть (ἡ νῆσος καταδέδυκε κατὰ θαλάσσης Her.; πλοῖα καταδυόμενα Plat.): ἡ ναῦς κατεδύετο Her. корабль стал тонуть;
6 вторгаться, врываться: καταδῦναι ὅμιλον Τρώων Hom. ворваться в толпу троянцев; μάχην καταδύμεναι Hom. ринуться в бой;
7 углубляться, забираться, проникать, входить (πόλιν, Διὸς δόμον, εἰς Ἀΐδαο δόμους, κατὰ ὠτειλάς Hom.; εἰς ὕλην Her.; εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat.; εἰς βάθος Plut.);
8 прятаться, укрываться, скрываться (εἰς ἄπορον τόπον, ἐν τῇ οἰκίᾳ Plat.; εἰς φάραγγας, ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen.);
9 надевать на себя (κλυτὰ τεύχεα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

καταδύω: ἢ -δύνω. Ι. ἀμετάβ., ἐν τῷ ἐνεργ. ἐνεστ. καταδύνω καὶ τῷ μέσῳ καταδύομαι: μέλλ. -δύσομαι: ἀόρ. -εδῡσάμην, Ἐπικ. β´ καὶ γ´ ἑνικ. -δύσεο, -δύσετο: ἐνεργ. ἀόρ. β´ κατέδυν: πρκμ. καταδέδῡκα. Κατέρχομαι, καταβαίνω, βυθίζομαι, δύνω («βασιλεύω»), ἰδίως ἐπὶ τοῦ ἡλίου (ὡς ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐν τῷ ἐνεργ. ἀορ. β´), ἠέλιος κατέδυ Ἰλ. Α. 475, κτλ.· ἅμ’ ἠελίῳ καταδύντι αὐτόθι 592· ἐς ἠέλιον καταδύντα Ὀδ. Κ. 183· ὡσαύτως, ἠέλιος καταδῡόμενος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 197· οὕτω, καταδεδυκέναι τὴν νῆσον κατὰ θαλάττης Ἡρόδ. 7. 135· ὡσαύτως, ἐπὶ νεώς, βυθίζομαι ἢ μᾶλλον καθίσταμαι ἀνίκανος πρὸς πλοῦν (ἴδε κατωτ. ΙΙ), ὁ αὐτ. 8.90, Θουκ. 2. 92., 7. 34, Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 6, 35, κτλ.· ὡσαύτως, οἱ ἱππεῖς καταδύνοντες ἐν τέλμασιν Πολύβ. 5. 47, 2· βυθίζομαι ὑπὸ τὸ ὕδωρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀναδύνω, Βατραχομ. 89· καταδεδυκώς, χωθεὶς ἐντός, Ἀριστοφ. Σφ. 140· ἴδε ἐν λ. ἀνακύπτω καὶ κατωτ. ΙΙ. 2) εἰσδύομαι, εἰσέρχομαι εἰς, Λατ. subire, μετ’ αἰτ., καταδῦναι ὅμιλον Ἰλ. Κ. 231, κτλ.· κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον αὐτόθι 517· καταδύσεο μῶλον Ἄρηος Σ. 134· οὕτω, μάχην, δόμον, πόλιν καταδῦναι Γ. 241, Θ. 375, Ὀδ. Δ. 246·―ὡσαύτως, ἑπομένης προθέσεως, μυῖαι καδδῦσαι (Ἐπικ. ἀντὶ καταδ-) κατὰ… ὠτειλὰς Ἰλ. Τ. 25· σπάργαν’ ἔσω κατέδυνε Ὁμ. Ὕμν. εἰς..Ἑρμ. 237· καταδυσόμεθ’… εἰς Ἀΐδαο δόμους, θὰ κατέλθωμεν εἰς…, Ὀδ. Κ. 174· οὕτω, καταδύνειν ἐς ὕλην Ἡρόδ. 9. 37, πρβλ. 4. 76· εἰς φάραγγας, ἐπὶ λαγωῶν, Ξεν. Κυν. 5. 16· εἰς ἅπασαν τὴν πόλιν Πλάτ. Πολ. 576D· κατὰ τῆς γῆς Ἡρόδ. 4. 132· κατὰ τέφρας πολλῆς Πλουτ. Κάμιλλ. 32·―συχν. μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ λαθραίως, ὑπεισέρχομαι, ἐμβαίνω, καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία Πλάτ. Πολ. 401D· ἡ ἀναρχία εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας αὐτόθι 562Ε. 3) ὑφέρπω καὶ κρύπτομαι, καταδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Ξεν. Κύρ. 6. 1, 35· καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ Πλάτ. Πολ. 579Β· ὁ σοφιστὴς ἐς ἄπορον τόπον καταδέδυκεν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 239C, κτλ. 4) εἰσέρχομαι εἰς…, δηλ. «φορῶ», ἐνδύομαι, κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Ἰλ. Ζ. 504, πρβλ. Ὀδ. Μ. 228· κατεδύσετο τεύχεα καλὰ Ἰλ. Η. 103· εἵματα Μόσχ. 4. 102. ΙΙ. Μεταβατ. ἐνεργείας, κάμνω τινὰ νὰ βυθισθῇ, καταβυθίζω, Λατ. mergere, submergere, λίαν σπάνιον ἐν τῷ ἐνεστ., ἐμπίπτων καὶ καταδύων Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 6· ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37· κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἀόρ. α´, γαύλους δὲ… καταδύσας Ἡρόδ. 6. 17, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 49· ἀλλ’ ἐν ναυμαχίᾳ, καταδῦσαι ναῦς συνηθέστερον σημαίνει καταστρέψαι αὐτὰς μέχρι τὴς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης, καταστῆσαι αὐτὰς ἀνικάνους πρὸς πλοῦν ἢ ἐνέργειαν, Ἡρόδ. 8. 87, 88, 90, Θουκ. 1. 50, ἴδε ἀνωτ. 1. 1· ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν, ἀφήσαμεν τὸν ἥλιον νὰ δύσῃ μὲ τὴν ὁμιλίαν μας, Λατ. solem condere, Ἀνθ. Π. 7. 80, πρβλ. Ἀρισταίν. 1. 24, καὶ ἴδε ἐνδύω ΙΙ.

English (Autenrieth)

aor. 2 κατέδῦν, inf. καταδῦναι, -δύμεναι, part. -δύς, nom. pl. fem. sync. καδδῦσαι, mid. fut. καταδῦσόμεθα, aor. κατεδύσετο: go down into, enter; εἰς Ἀίδᾶο δόμους, Od. 10.174; κατά, Il. 19.25, and often w. acc., δόμον, πόλιν, ὅμῖλον, etc.; of the sun, set; apparently trans., τεύχεα, put on, Il. 6.504, Od. 12.228.

Greek Monolingual

(AM καταδύω και καταδύνω)
νεοελλ.
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το καταδυόμενο(ν)
παλαιά ονομασία τών πρώτων υποβρυχίων
νεοελλ.-μσν.
βυθίζω κάποιον ή κάτι μέσα στο νερό
αρχ.
1. βυθίζομαι, βουτώ
2. (για αστέρι και τον ήλιο) δύω
3. (για πλοίο) α) βυθίζομαι
β) δεν μπορώ να ταξιδέψω
4. (για πρόσ.) βυθίζομαι στο νερό
5. χώνομαι, τρυπώνω
6. εισέρχομαι, εισχωρώ
7. πέφτω μέσα σε κάτι
8. υπεισέρχομαι
9. εισδύω
10. γλιστρώ και κρύβομαι
11. φορώ
12. καταβυθίζω, βουλιάζω
13. (για ναυμαχία) καταστρέφω τα πλοία ώς την ίσαλο γραμμή τους
14. αφήνω κάτι να βυθιστεί
15. βυθίζω το κεφάλι στο λουτρό.

Greek Monotonic

καταδύω: ή -δύνω[ῡ]·
I. αμτβ., με Ενεργ. ενεστ., καταδύνω και Μέσ. καταδύομαι· μέλ. -δύσομαι, Μέσ. αόρ. αʹ -εδῡσάμην, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. -δύσεο, -δύσετο· Ενεργ. αορ. βʹ κατέδυν, παρακ. καταδέδῡκα·
I. 1. κατεβαίνω, βυθίζομαι, δύω, λέγεται για τον ήλιο, ἠέλιος κατέδυ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς ἠέλιον καταδύντα, μέχρι που έδυσε ο ήλιος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πλοία, βυθίζομαι ή καλύτερα ακινητοποιούμαι, αχρηστεύομαι (βλ. κατωτ. II), σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, καταδεδυκώς, αυτός που έχει χωθεί μέσα, σε Αριστοφ.
2. διεισδύω, εισέρχομαι, με αιτ., καταδῦναι ὅμιλον, μάχην δόμον, πόλιν, σε Όμηρ.· ακολουθ. από πρόθ., καταδυσόμεθ' εἰς Ἀΐδαο δόμους, θα κατέλθουμε, θα κατέβουμε στον Άδη, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με την έννοια της μυστικότητας, διεισδύω δόλια σε, χώνομαι κρυφά σε, τρυπώνω σε, σε Πλάτ.
3. μπαίνω κρυφά και κρύβομαι, καταδύομαι ὑπὸτῆς αἰσχύνης, σε Όμηρ.
II. Μεταβατικό, κάνω κάτι να βυθιστεί, καταβυθίζω, Λατ. submergere, ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει, σε Ξεν.· κυρίως σε αόρ. αʹ, τοὺς γαυλοὺς καταδύσας, σε Ηρόδ.· καταδῦσαι ναῦν, καταστρέφω το καράβι μέχρι το σημείο επιφάνειας της θάλασσας, δηλ. το καθιστώ εξολοκλήρου άχρηστο προς πλεύση, στον ίδ., σε Θουκ.

Middle Liddell

or -δύνω act. pres. καταδύνω mid. καταδύομαι fut. -δύσομαι aor1 mid. -εδῡσάμην epic 2nd sg. -δύσεο 3rd sg. -δύσετο aor2 act. κατέδυν perf. καταδέδῡκα
I. intr., in act. pres. καταδύνω and mid. καταδύομαι:— to go down, sink, set, of the sun, ἠέλιος κατέδυ Il.; ἐς ἠέλιον καταδύντα till sun set, Od.; of ships, to be sunk or rather to be disabled (v. infr. II), Hdt., Thuc.:—of persons, καταδεδυκώς having popped down, Ar.
2. to go down into, plunge into, c. acc., καταδῦναι ὅμιλον, μάχην, δόμον, πόλιν Hom.; foll. by a prep., καταδυσόμεθ' εἰς Ἀΐδαο δόμους we will go down into…, Od., etc.:—with a notion of secresy, to insinuate oneself, steal into, Plat.
3. to slink away and lie hid, καταδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen.
4. to get into, put on, τεύχεα Hom.
II. Causal, to make to sink, Lat. submergere, ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει Xen.; mostly in aor1, τοὺς γαυλοὺς καταδύσας Hdt.; καταδῦσαι ναῦν to cut it down to the water's edge, disable it, Hdt., Thuc.

Lexicon Thucydideum

deprimere (navem), to press down (a ship), 1.50.1, 1.54.2, 2.84.3, 2.91.3, 3.78.1. 7.23.4. 7.38.1. 7.41.4. 8.42.3.
PASS. 2.92.3, 7.34.5, 7.34.6.