3,277,719
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[σκυφτός]] [[προς]] τα [[εμπρός]], με το [[κεφάλι]] γυρτό [[προς]] τα [[κάτω]] (α. [σε [[περιγραφή]] βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», <b>Ευρ.</b><br />β) [σε [[περιγραφή]] ετοιμοθάνατου] «[[προνωπής]] ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», <b>Ευρ.</b><br />γ) [σε [[περιγραφή]] λιποθυμίας] «ὕπερθε βωμοῡ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[σκυφτός]] [[προς]] τα [[εμπρός]], με το [[κεφάλι]] γυρτό [[προς]] τα [[κάτω]] (α. [σε [[περιγραφή]] βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», <b>Ευρ.</b><br />β) [σε [[περιγραφή]] ετοιμοθάνατου] «[[προνωπής]] ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», <b>Ευρ.</b><br />γ) [σε [[περιγραφή]] λιποθυμίας] «ὕπερθε βωμοῡ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῖν [[ἀέρδην]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] σε [[κάτι]] («[[ἄγαν]] προνωπὴς είς τὸ λοιδορεῑν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το, [[επίσης]] αβέβαιης ετυμολ., ρ. [[νωπέομαι]] «[[γίνομαι]] [[κατηφής]]», ενώ η [[σύνδεση]] με τη λ. [[νάπη]] «[[δασώδης]] [[κοιλάδα]], [[φαράγγι]]» δεν θεωρείται πιθανή [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Η λ. έχει διαφορετική σημ. από τον συγγενή φωνολογικά τ. [[προνώπιος]]. Μπορεί, όμως, να υποθέσει [[κανείς]] ότι από το επίθ. [[προνωπής]] προήλθε ένα παρ. επίθ. [[προνώπιος]], το οποίο δέχθηκε τη σημασιολογική [[επίδραση]] της λ. [[ἐνώπιος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[προνώπιος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |