στεγάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[στέγη]] / [[στέγος]]<br />[[κατασκευάζω]] [[στέγη]], [[καλύπτω]] με [[στέγη]] (α. «το [[κτήριο]] δεν έχει στεγαστεί [[ακόμη]]» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῑς Ἰούδα», ΠΔ<br />γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εγκαθιστώ]] σε [[οίκημα]], σε [[κατάλυμα]] («οι πρόσφυγες θα στεγαστούν πολύ [[σύντομα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιθάλπω]], [[προστατεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], [[προστατεύω]] («αἱ ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον ύπνο) [[καταλαμβάνω]] κάποιον («ὥστ' [[οὔτε]] νυκτὸς [[ὕπνον]], οὔτ' ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ στεγάζον</i><br />το [[σώμα]] θεωρούμενο ότι περιβάλλει την [[ψυχή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πλοῑον ἐστεγασμένον» — [[πλοίο]] με [[κατάστρωμα]]<br />β) «στεγάζονται τὰ χώματα» — τα χώματα γίνονται στεγανά, αδιαπέραστα από το [[νερό]].
|mltxt=ΝΜΑ [[στέγη]] / [[στέγος]]<br />[[κατασκευάζω]] [[στέγη]], [[καλύπτω]] με [[στέγη]] (α. «το [[κτήριο]] δεν έχει στεγαστεί [[ακόμη]]» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῑς Ἰούδα», ΠΔ<br />γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εγκαθιστώ]] σε [[οίκημα]], σε [[κατάλυμα]] («οι πρόσφυγες θα στεγαστούν πολύ [[σύντομα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιθάλπω]], [[προστατεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], [[προστατεύω]] («αἱ ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον ύπνο) [[καταλαμβάνω]] κάποιον («ὥστ' [[οὔτε]] νυκτὸς [[ὕπνον]], οὔτ' ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ στεγάζον</i><br />το [[σώμα]] θεωρούμενο ότι περιβάλλει την [[ψυχή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πλοῖον ἐστεγασμένον» — [[πλοίο]] με [[κατάστρωμα]]<br />β) «στεγάζονται τὰ χώματα» — τα χώματα γίνονται στεγανά, αδιαπέραστα από το [[νερό]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm