στεγάζω

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγάζω Medium diacritics: στεγάζω Low diacritics: στεγάζω Capitals: ΣΤΕΓΑΖΩ
Transliteration A: stegázō Transliteration B: stegazō Transliteration C: stegazo Beta Code: stega/zw

English (LSJ)

= στέγω, cover, ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα X.Cyr.7.1.33; τὸ στεγάζον, of the body which covers the soul, Epicur.Ep.1p.21U., cf.pp.8,20 U. (Pass.); roof a building, IG22.1046.16 (i B.C.), LXX 2 Ch.34.11; [περιστάσεις] σ. γείσεσιν λιθίνοις OGI483.126 (Pergam., ii A.D.): metaph., στεγάσαι φρενὸς εἴσω Emp.3; ὕπνος σ. τινά covers, embraces, S.El.781:—Pass., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Thphr. CP 1.12.3, cf. X.Oec.19.13; πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho 5.22; ἵνα στεγασθῇ (sc. τὰ χώματα) be rendered water-tight, PSI5.486.10 (iii B.C.); [οἰκία] ἐστεγασμένη roofed, PCair.Zen.251.7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 931] = στέγω, bedecken; ὕπνον ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν, Soph. El. 771, Schol. ἔχειν; – pass., Xen. Oec. 19, 13; πλοῖον ἐστεγασμένον, Antipho 5, 22.

French (Bailly abrégé)

couvrir, envelopper.
Étymologie: στέγη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεγάζω [στέγη] bedekken:. ὥστ’ οὔτε νυκτὸς ὕπνον οὔτ’ ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν zodat noch’s nachts noch overdag zoete slaap me bedekte Soph. El. 781.

Russian (Dvoretsky)

στεγάζω:
1 прикрывать, покрывать (τὰ σώματα Xen.): ἐστεγασμένος τὸ ἄνω Xen. прикрытый сверху;
2 (о сне), окутывать, обнимать, (τινά Soph.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ στέγη / στέγος
κατασκευάζω στέγη, καλύπτω με στέγη (α. «το κτήριο δεν έχει στεγαστεί ακόμη» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῖς Ἰούδα», ΠΔ
γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», επιγρ.)
νεοελλ.
1. εγκαθιστώ σε οίκημα, σε κατάλυμα («οι πρόσφυγες θα στεγαστούν πολύ σύντομα»)
2. μτφ. περιθάλπω, προστατεύω
αρχ.
1. (γενικά) καλύπτω, σκεπάζω, προστατεύω («αἱ ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα», Ξεν.)
2. (για τον ύπνο) καταλαμβάνω κάποιον («ὥστ' οὔτε νυκτὸς ὕπνον, οὔτ' ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν», Σοφ.)
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ στεγάζον
το σώμα θεωρούμενο ότι περιβάλλει την ψυχή
4. φρ. α) «πλοῖον ἐστεγασμένον» — πλοίο με κατάστρωμα
β) «στεγάζονται τὰ χώματα» — τα χώματα γίνονται στεγανά, αδιαπέραστα από το νερό.

Greek Monotonic

στεγάζω: μέλ. -άσω, = στέγω, καλύπτω, σκεπάζω, ταβανώνω, σε Ξεν.· μεταφ., ὕπνοςστεγάζει τινά, τον σκεπάζει, τον αγκαλιάζει, τον τυλίγει, σε Σοφ. — Παθ., πλοῖον ἐστεγασμένον, πλοίο που βρίσκεται στο νεώριο, ναύσταθμο, σε Αντιφών.

Greek (Liddell-Scott)

στεγάζω: μελλ. -άσω, = στέγω, σκεπάζω, ἀσπίδες τὰ σώματα στεγάζουσι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32· τὸ στεγάζον, ἐπὶ τοῦ σώματος ὅπερ σκεπάζει τὴν ψυχήν, Διογ. Λ. 10. 65· καλύπτω διὰ στέγης οἰκοδόμημά τι, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2056g, κ. ἀλλ.· μεταφορ., ὕπνος στ. τινα, καλύπτει, περιλαμβάνει, Σοφ. Ἠλ. 817. - Παθ., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Θεοφρ. π. Φύτ. Ἱστ. 1. 12, 3. πλοῖον ἐστεγασμένον, ἔχον κατάστρωμα, Ἀντιφῶν 132. 8, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 13.

Middle Liddell

= στέγω
to cover, Xen.: metaph., ὕπνος στ. τινά covers, embraces one, Soph.:—Pass., πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό οὐσ. στέγη πού παράγεται ἀπό τό ρῆμα στέγω.
Παράγωγα: στέγασις, στέγασμα, στεγαστέον, στεγαστήρ (=κεραμίδι), στεγαστής, στεγαστός, ἀστέγαστος, στέγαστρον (=σκέπασμα).