ἀργαλέος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργᾰλέος''': -α, -ον, [[χαλεπός]], [[σκληρός]], [[ὀχληρός]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύς]], Λατ. gravis, ἄνεμοι Ἰλ. Ν. 795˙ [[ἔρις]] Λ. 3˙ [[νοῦσος]] Ν. 667˙ νάσσατο δ’... ἐνὶ κώμῃ, Ἄσκρῃ, [[χεῖμα]] κακῇ, θέρει ἀργαλέῃ ([[ὅπερ]] [[δέον]] νὰ προφέρηται ἀργαλῇ), οὐδέποτ’ ἐσθλῇ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 640˙ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ Τραγ., ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως παρὰ κωμ., ὡς ἀργαλέον πρᾶγμ’ ἐστίν, ὦ Ζεῦ καὶ θεοί, δοῦλον γενέσθαι παραφρονοῦντος δεσπότου Ἀριστοφ. Πλ. 1˙ [[λύπη]] ὁ αὐτ. Θεσμ. 788˙ ἀργαλέας νύκτας ἄγειν ὁ αὐτ. Λυσ. 764˙ σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Ἱερ. 6. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, [[χαλεπός]], [[ἀνιαρός]], ἐνοχλητικός, Θέογν. 1208, Ἀριστοφ. Νεφ. 450˙ ἅπασι δ’ ἀργαλέα ἐστὶν Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 2˙ ἀργαλεώτατος Ἀριστοφ. Ἱππ. 978˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Αἰσχίν. 9. 20. ΙΙ. ἀργαλέον ἐστί, [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι, «χαλεπὸν δέ μοί ἐστι διασκοπεῖσθαι ἕκαστον τῶν ἡγεμόνων» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ρ. 252, πρβλ. Μ. 410, Ὀδ. Ν. 312, κτλ.˙ σπανίως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀργαλέον δέ με πάντ’ ἀγορεύειν Ἰλ. Μ. 176˙ ἢ [[ἄνευ]] πτώσεώς τινος συντακτικῆς, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ’ ἀλόχοισι Διὸς Φ. 498, πρβλ. Ὀδ. Η. 241, κτλ.: - [[ὡσαύτως]], 2) ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ἀντικείμενον, [[ἀργαλέος]]... γάρ τ’ ἐστὶ θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι, ἀντὶ ἀργαλέον γάρ τ’ ἐστὶ βροτῷ θεὸν δαμάσαι Ὀδ. Δ. 397˙ [[ἀργαλέος]] γὰρ [[Ὀλύμπιος]] ἀντιφέρεσθαι Ἰλ. Α. 589. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ως Ἀνθ. Π. 9. 499. (Συγγενὲς τῇ λέξει [[ἄλγος]], πρβλ. [[στόμαργος]] (ἀντὶ στόμαλγος), [[λήθαργος]], κτλ.).
|lstext='''ἀργᾰλέος''': -α, -ον, [[χαλεπός]], [[σκληρός]], [[ὀχληρός]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύς]], Λατ. gravis, ἄνεμοι Ἰλ. Ν. 795˙ [[ἔρις]] Λ. 3˙ [[νοῦσος]] Ν. 667˙ νάσσατο δ’... ἐνὶ κώμῃ, Ἄσκρῃ, [[χεῖμα]] κακῇ, θέρει ἀργαλέῃ ([[ὅπερ]] [[δέον]] νὰ προφέρηται ἀργαλῇ), οὐδέποτ’ ἐσθλῇ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 640˙ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ Τραγ., ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως παρὰ κωμ., ὡς ἀργαλέον πρᾶγμ’ ἐστίν, ὦ Ζεῦ καὶ θεοί, δοῦλον γενέσθαι παραφρονοῦντος δεσπότου Ἀριστοφ. Πλ. 1˙ [[λύπη]] ὁ αὐτ. Θεσμ. 788˙ ἀργαλέας νύκτας ἄγειν ὁ αὐτ. Λυσ. 764˙ σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Ἱερ. 6. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, [[χαλεπός]], [[ἀνιαρός]], ἐνοχλητικός, Θέογν. 1208, Ἀριστοφ. Νεφ. 450˙ ἅπασι δ’ ἀργαλέα ἐστὶν Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 2˙ ἀργαλεώτατος Ἀριστοφ. Ἱππ. 978˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Αἰσχίν. 9. 20. ΙΙ. ἀργαλέον ἐστί, μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι, «χαλεπὸν δέ μοί ἐστι διασκοπεῖσθαι ἕκαστον τῶν ἡγεμόνων» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ρ. 252, πρβλ. Μ. 410, Ὀδ. Ν. 312, κτλ.˙ σπανίως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀργαλέον δέ με πάντ’ ἀγορεύειν Ἰλ. Μ. 176˙ ἢ [[ἄνευ]] πτώσεώς τινος συντακτικῆς, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ’ ἀλόχοισι Διὸς Φ. 498, πρβλ. Ὀδ. Η. 241, κτλ.: - [[ὡσαύτως]], 2) ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ἀντικείμενον, [[ἀργαλέος]]... γάρ τ’ ἐστὶ θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι, ἀντὶ ἀργαλέον γάρ τ’ ἐστὶ βροτῷ θεὸν δαμάσαι Ὀδ. Δ. 397˙ [[ἀργαλέος]] γὰρ [[Ὀλύμπιος]] ἀντιφέρεσθαι Ἰλ. Α. 589. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ως Ἀνθ. Π. 9. 499. (Συγγενὲς τῇ λέξει [[ἄλγος]], πρβλ. [[στόμαργος]] (ἀντὶ στόμαλγος), [[λήθαργος]], κτλ.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly