Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡλιόκτυπος: Difference between revisions

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡλιόκτυπος]], -ον (Α)<br />ο καμένος από τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτυπώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αντί]]-<i>κτυπος</i>, <i>οπλό</i>-<i>κτυπος</i>].
|mltxt=[[ἡλιόκτυπος]], -ον (Α)<br />ο καμένος από τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτυπώ]]), [[πρβλ]]. [[αντί]]-<i>κτυπος</i>, <i>οπλό</i>-<i>κτυπος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡλιόκτῠπος:''' опаленный солнцем ([[γένος]] Aesch.).
|elrutext='''ἡλιόκτῠπος:''' опаленный солнцем ([[γένος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιόκτῠπος Medium diacritics: ἡλιόκτυπος Low diacritics: ηλιόκτυπος Capitals: ΗΛΙΟΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: hēlióktypos Transliteration B: hēlioktypos Transliteration C: ilioktypos Beta Code: h(lio/ktupos

English (LSJ)

ον, A sunburnt, A.Supp.155(lyr.) (ἡδιόκτυπον cod. Med.).

German (Pape)

[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, μέλαν ἡλ. γένος Aesch. Suppl. 146, nach Wellauer's Verbesserung.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιόκτῠπος: -ον, ἡλιόβλητος, ἡλιοκαής, Αἰσχύλ, Ἱκετ. 155, ἐκ δορθώσεως τοῦ Wellauer ἀντὶ ἡ διόκτυπον (κατὰ τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ., ― οὐχὶ ἢ διόκτυπον).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé du soleil.
Étymologie: ἥλιος, κτυπέω.

Greek Monolingual

ἡλιόκτυπος, -ον (Α)
ο καμένος από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -κτυπος (< κτυπώ), πρβλ. αντί-κτυπος, οπλό-κτυπος].

Russian (Dvoretsky)

ἡλιόκτῠπος: опаленный солнцем (γένος Aesch.).