συντάσσω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<span class=foreign>" to "")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συντάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― διευθετῶ ἐν τάξει, θέτω εἰς τάξιν, [[μάλιστα]] ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, [[παρατάσσω]], ὡς τὸ [[διατάσσω]], Ἡρόδ. 7. 78, Θουκ. 8. 28, Ξεν., κλπ.· σ. πεζοὺς τῷ ἱππικῷ, [[παρατάσσω]] τὸ πεζικὸν εἰς τὴν αὐτὴν γραμμὴν [[μετὰ]] τοῦ ἱππικοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 5, 24, πρβλ. 4. 8, 28· ― Παθ., παρατάσσομαι εἰς γραμμήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 191, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 18, κτλ.· οὗτοι δὲ [[μάλιστα]] ξυντεταγμένοι παντὸς τοῦ στρατοῦ ἀνεχώρησαν Θουκ. 3. 108· μεθ’ ὅπλων συντεταγμένοι Δημ. 585. 27· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παρατάσσομαι εἰς γραμμήν, [[ὁμόσε]] χωρῶμεν συνταξάμενοι Ἀριστοφ. Λυσ. 452· τισι ἢ μετά τινων Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 15, Πόροι 2. 3, πρβλ. Ἀνάβ. 6. 4, 21, κτλ.· ― ἀλλὰ τὸ μέσ. [[εἶναι]] καὶ μεταβ., συνταξάμενος βαθεῖαν τὴν φάλαγγα, παρατάξας τὴν φάλαγγα εἰς μέγα [[βάθος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 4, 34· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1, 2. 2) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ μεμονωμένων προσώπων, εἶμαι [[σταθερός]], ἀποφασισμένος, συντεταγμένος στρατηγὸς [[αὐτόθι]] 4. 8, 22· [[περί]] τινος Διογ. Λ. 5. 65· [[οὕτως]], ἐπὶ τῆς διανοίας, πρὶν ξυνταχθῆναι... τὴν δόξαν, πρὶν ἢ συλλέξωσι τὰς σκέψεις των, Θουκ. 5. 9· ἡ ἐπὶ τοῦ συντετάχθαι... [[φρόνησις]] οὖσα, πρὸς τὸν σκοπὸν τακτικῆς διευθετήσεως ἢ συγκροτήσεως, Ἄμφις ἐν «Φιλαδέλφοις» 1. 4· [[ἔφοδος]] ἐνεργὸς καὶ σ. Πολύβ. 3, 19, 5. ΙΙ. διευθετῶ, τακτοποιῶ, συγκροτῶ, διοργανῶ, Λατ. constituere, τὸ [[σῶμα]] Πλάτ. Γοργ. 504Α· τὰ ξυσσίτια ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625C· ἐνιαυτούς τε καὶ ὥρας καὶ μῆνας ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 30C· σύνοδον Πλουτ. Ἀντών. 71· ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[συσκευάζω]], [[συμπλέκω]], ψευδῆ κατηγορίαν Αἰσχίν. 52. 37, πρβλ. Δημ. 888. 26. ― Παθ., ψυχὴ συντεταγμένη σώματι, ὀργανικῶς ἡνωμένη [[μετὰ]] τοῦ σώματος Πλάτ. Νόμ. 903D, πρβλ. 817Ε· ὀλιγαρχικῶς συντετ. Ἀριστ. Πολιτ. 6. 1, 4· τί [[σημεῖον]] πολιτείας συντεταγμένης; ὠργανωμένης, συγκεκροτημένης, [[αὐτόθι]] 2. 11, 2· Τροιζήνιοι σ. εἰς τοὺς Ἀχαιούς, ἡνώθησαν [[μετὰ]] τῆς συμπολιτείας τῶν Ἀχαιῶν, Πλούτ. Ἄρατ. 24· οἱ συντεταγμένοι, οἱ συνωμόται, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 7. ― Μέσ., τακτοποιῶ, διευθετῶ δι’ ἐμαυτόν, [[κάμνω]] τὰ σχέδιά μου περὶ τοῦ βίου μου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· [[ὡσαύτως]] διευθετῶ, διοργανῶ, τακτοποιῶ τὰς ὑποθέσεις, ἢ [[ἁπλῶς]], [[διατάσσω]], διευθετῶ, τὰ [[νόμιμα]] ἡμῖν συνετάξατο [ὁ [[νομοθέτης]]] Πλάτ. Νόμ. 626Α, πρβλ. 625Ε, 781Β· τὴν περὶ τοὺς νέους ἐπιμέλειαν Λυκοῦργ. 162. 23. 2) ἐπὶ φορολογίας, [[ὁρίζω]] τὸν φόρον, [[ἐπιβάλλω]], [[σύνταγμα]] συντάξας εἰς ρ΄ ταλάντων πρόσοδον Αἰσχίν. 67. 16. Παθ., διοργανοῦμαι πρὸς πληρωμὴν συνεισφορῶν, [[αὐτόθι]] 28, Δημ. 167. 6., 168. 21· [[ἀλλά]], τὸ συντεταγμένον, τὸ διωρισμένον ποσόν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 10. ― Μέσ., [[παραδέχομαι]] τὸν τοιοῦτον διορισμὸν συνεισφορᾶς, Δημ. 815. 11., 838. 9· σ. τι εἴς τι, [[συνεισφέρω]], Αἰσχίνης 14. 33· πρβλ. [[σύνταξις]] ΙΙ. 3. 3) [[συντίθημι]], συντάττω [[διήγημα]], Πολύβ. 2. 40, 4, Πλουτ. Βροῦτ. 4· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. ἐν «Φαίδρῳ» 263Ε, Πολύβ. 1. 3, 8· ἀπολ., [[γράφω]] [[βιβλίον]], ὁ αὐτ. 9. 2, 2· σ. ὑπόθεσιν, [[πραγματεύομαι]] [[περί]]..., Schäf. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 70. ― Παθ., [[προοίμιον]] ξυντεταγμένον εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 930Ε, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 33. 4) μετ’ ἀπαρ., διατάττω, παραγγέλω, τινὰ ποεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 6, 8. Αἰσχίν. 31. 8. β) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[παραγγέλλω]], ἐπὶ ἰατροῦ, θεραπείαν σ. τινὶ Πλουτ. Περικλ. 13· νοσοῦντι κίχλην ὁ αὐτ. 2. 204Β. πρβλ. Διόδ. 1. 70· [[ὡσαύτως]], συντάξαι τί πρῶτον οἰστέον Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1. 3. ― Παθ., [[καθόλου]], παραγγέλλομαι, ὁρίζομαι, διατάσσομαι, ποῦ δὴ τοῦτ’ ἔστι ταὐτὸν περὶ τὰς ἡδονὰς συντεταγμένον ἐν τοῖς νόμοις; Πλάτ. Νόμ. 634Β, πρβλ. 817Ε· [[ταῦτα]] τῷ ναυάρχῳ συνετάχθη Δημ. 251. 11. 5) παρὰ τοῖς γραμμ., [[συντάσσω]] λέξιν τινά, [[συνάπτω]] αὐτὴν ἑτέρα, γενικῇ ἢ [[μετὰ]] γενικῆς, Ba?t. and Schäf. Γρηγ. Κορινθ. 45· ― Παθ., Διογ. Λ. 7. 61· πρβλ. [[συντακτός]], [[σύνταξις]] Ι. 4. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συμφωνῶ [[ὁμοῦ]], πάντα συνταξάμενοι καὶ οὐδὲν ἀπὸ ταὐτομάτου Δημ. 708. 18 σ. πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 67, 1· μετ’ ἀπαρεμ., συνετάττετο [[κοινῇ]] πρεσβεύειν Δημ. 344, ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχίν. 14. 33· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. τύπῳ, τὸ συντεταγμένον, τὸ συνταχθέν, [[συμφωνία]], Πολύβ. 3. 42, 9, κτλ.· πρβλ. [[σύνταξις]] ΙΙ. 2. IV. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἀποχαιρετίζω]] τινά, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 171, Ρήτορες (Walz) τ. 9. σ. 309, πρβλ. [[ἀποτάσσω]] ΙΙ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 140 κἑξ.
|lstext='''συντάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― διευθετῶ ἐν τάξει, θέτω εἰς τάξιν, [[μάλιστα]] ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, [[παρατάσσω]], ὡς τὸ [[διατάσσω]], Ἡρόδ. 7. 78, Θουκ. 8. 28, Ξεν., κλπ.· σ. πεζοὺς τῷ ἱππικῷ, [[παρατάσσω]] τὸ πεζικὸν εἰς τὴν αὐτὴν γραμμὴν μετὰ τοῦ ἱππικοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 5, 24, πρβλ. 4. 8, 28· ― Παθ., παρατάσσομαι εἰς γραμμήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 191, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 18, κτλ.· οὗτοι δὲ [[μάλιστα]] ξυντεταγμένοι παντὸς τοῦ στρατοῦ ἀνεχώρησαν Θουκ. 3. 108· μεθ’ ὅπλων συντεταγμένοι Δημ. 585. 27· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παρατάσσομαι εἰς γραμμήν, [[ὁμόσε]] χωρῶμεν συνταξάμενοι Ἀριστοφ. Λυσ. 452· τισι ἢ μετά τινων Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 15, Πόροι 2. 3, πρβλ. Ἀνάβ. 6. 4, 21, κτλ.· ― ἀλλὰ τὸ μέσ. [[εἶναι]] καὶ μεταβ., συνταξάμενος βαθεῖαν τὴν φάλαγγα, παρατάξας τὴν φάλαγγα εἰς μέγα [[βάθος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 4, 34· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1, 2. 2) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ μεμονωμένων προσώπων, εἶμαι [[σταθερός]], ἀποφασισμένος, συντεταγμένος στρατηγὸς [[αὐτόθι]] 4. 8, 22· [[περί]] τινος Διογ. Λ. 5. 65· [[οὕτως]], ἐπὶ τῆς διανοίας, πρὶν ξυνταχθῆναι... τὴν δόξαν, πρὶν ἢ συλλέξωσι τὰς σκέψεις των, Θουκ. 5. 9· ἡ ἐπὶ τοῦ συντετάχθαι... [[φρόνησις]] οὖσα, πρὸς τὸν σκοπὸν τακτικῆς διευθετήσεως ἢ συγκροτήσεως, Ἄμφις ἐν «Φιλαδέλφοις» 1. 4· [[ἔφοδος]] ἐνεργὸς καὶ σ. Πολύβ. 3, 19, 5. ΙΙ. διευθετῶ, τακτοποιῶ, συγκροτῶ, διοργανῶ, Λατ. constituere, τὸ [[σῶμα]] Πλάτ. Γοργ. 504Α· τὰ ξυσσίτια ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625C· ἐνιαυτούς τε καὶ ὥρας καὶ μῆνας ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 30C· σύνοδον Πλουτ. Ἀντών. 71· ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[συσκευάζω]], [[συμπλέκω]], ψευδῆ κατηγορίαν Αἰσχίν. 52. 37, πρβλ. Δημ. 888. 26. ― Παθ., ψυχὴ συντεταγμένη σώματι, ὀργανικῶς ἡνωμένη μετὰ τοῦ σώματος Πλάτ. Νόμ. 903D, πρβλ. 817Ε· ὀλιγαρχικῶς συντετ. Ἀριστ. Πολιτ. 6. 1, 4· τί [[σημεῖον]] πολιτείας συντεταγμένης; ὠργανωμένης, συγκεκροτημένης, [[αὐτόθι]] 2. 11, 2· Τροιζήνιοι σ. εἰς τοὺς Ἀχαιούς, ἡνώθησαν μετὰ τῆς συμπολιτείας τῶν Ἀχαιῶν, Πλούτ. Ἄρατ. 24· οἱ συντεταγμένοι, οἱ συνωμόται, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 7. ― Μέσ., τακτοποιῶ, διευθετῶ δι’ ἐμαυτόν, [[κάμνω]] τὰ σχέδιά μου περὶ τοῦ βίου μου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· [[ὡσαύτως]] διευθετῶ, διοργανῶ, τακτοποιῶ τὰς ὑποθέσεις, ἢ [[ἁπλῶς]], [[διατάσσω]], διευθετῶ, τὰ [[νόμιμα]] ἡμῖν συνετάξατο [ὁ [[νομοθέτης]]] Πλάτ. Νόμ. 626Α, πρβλ. 625Ε, 781Β· τὴν περὶ τοὺς νέους ἐπιμέλειαν Λυκοῦργ. 162. 23. 2) ἐπὶ φορολογίας, [[ὁρίζω]] τὸν φόρον, [[ἐπιβάλλω]], [[σύνταγμα]] συντάξας εἰς ρ΄ ταλάντων πρόσοδον Αἰσχίν. 67. 16. Παθ., διοργανοῦμαι πρὸς πληρωμὴν συνεισφορῶν, [[αὐτόθι]] 28, Δημ. 167. 6., 168. 21· [[ἀλλά]], τὸ συντεταγμένον, τὸ διωρισμένον ποσόν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 10. ― Μέσ., [[παραδέχομαι]] τὸν τοιοῦτον διορισμὸν συνεισφορᾶς, Δημ. 815. 11., 838. 9· σ. τι εἴς τι, [[συνεισφέρω]], Αἰσχίνης 14. 33· πρβλ. [[σύνταξις]] ΙΙ. 3. 3) [[συντίθημι]], συντάττω [[διήγημα]], Πολύβ. 2. 40, 4, Πλουτ. Βροῦτ. 4· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. ἐν «Φαίδρῳ» 263Ε, Πολύβ. 1. 3, 8· ἀπολ., [[γράφω]] [[βιβλίον]], ὁ αὐτ. 9. 2, 2· σ. ὑπόθεσιν, [[πραγματεύομαι]] [[περί]]..., Schäf. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 70. ― Παθ., [[προοίμιον]] ξυντεταγμένον εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 930Ε, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 33. 4) μετ’ ἀπαρ., διατάττω, παραγγέλω, τινὰ ποεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 6, 8. Αἰσχίν. 31. 8. β) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[παραγγέλλω]], ἐπὶ ἰατροῦ, θεραπείαν σ. τινὶ Πλουτ. Περικλ. 13· νοσοῦντι κίχλην ὁ αὐτ. 2. 204Β. πρβλ. Διόδ. 1. 70· [[ὡσαύτως]], συντάξαι τί πρῶτον οἰστέον Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1. 3. ― Παθ., [[καθόλου]], παραγγέλλομαι, ὁρίζομαι, διατάσσομαι, ποῦ δὴ τοῦτ’ ἔστι ταὐτὸν περὶ τὰς ἡδονὰς συντεταγμένον ἐν τοῖς νόμοις; Πλάτ. Νόμ. 634Β, πρβλ. 817Ε· [[ταῦτα]] τῷ ναυάρχῳ συνετάχθη Δημ. 251. 11. 5) παρὰ τοῖς γραμμ., [[συντάσσω]] λέξιν τινά, [[συνάπτω]] αὐτὴν ἑτέρα, γενικῇ ἢ μετὰ γενικῆς, Ba?t. and Schäf. Γρηγ. Κορινθ. 45· ― Παθ., Διογ. Λ. 7. 61· πρβλ. [[συντακτός]], [[σύνταξις]] Ι. 4. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συμφωνῶ [[ὁμοῦ]], πάντα συνταξάμενοι καὶ οὐδὲν ἀπὸ ταὐτομάτου Δημ. 708. 18 σ. πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 67, 1· μετ’ ἀπαρεμ., συνετάττετο [[κοινῇ]] πρεσβεύειν Δημ. 344, ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχίν. 14. 33· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. τύπῳ, τὸ συντεταγμένον, τὸ συνταχθέν, [[συμφωνία]], Πολύβ. 3. 42, 9, κτλ.· πρβλ. [[σύνταξις]] ΙΙ. 2. IV. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἀποχαιρετίζω]] τινά, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 171, Ρήτορες (Walz) τ. 9. σ. 309, πρβλ. [[ἀποτάσσω]] ΙΙ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 140 κἑξ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [[τάσσω]]<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με στρατό) [[βάζω]] στη [[σειρά]], [[παρατάσσω]]<br /><b>2.</b> [[διατυπώνω]] [[κάτι]] εγγράφως, [[συγγράφω]] (α. «[[συντάσσω]] [[συμβόλαιο]]» β. «αὐτὸς [[ἄχρι]] τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[τοποθετώ]], [[συνάπτω]] τις λέξεις σύμφωνα με τους κανόνες του συντακτικού (α. «το [[κείμενο]] δεν έχει συνταχθεί σωστά» β. «τὴν ἐν πρόθεσιν [[μετὰ]] γενικῆς συντάσσει», Γρηγ. Κορ.)<br /><b>4.</b> [[συγκροτώ]], [[καταρτίζω]], [[διοργανώνω]]<br /><b>5.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]]<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συντάσσομαι</i><br />α) παρατάσσομαι σε σχηματισμούς μάχης<br />β) τάσσομαι με το [[μέρος]] ή με τη [[γνώμη]] κάποιου (α. «όλα τα [[μέλη]] του συμβουλίου συντάχθηκαν με τις απόψεις του προέδρου» β. «Τροιζήνιοι συνετάχθησαν εἰς Ἀχαιούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναλύω]] συντακτικά ένα [[κείμενο]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. της παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[συντεταγμένη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συντεταγμένη]] [[πολιτεία]]» — [[πολιτεία]] οργανωμένη βάσει [[δικών]] της θεσμών για τη [[ρύθμιση]] τών [[κάθε]] είδους εσωτερικών της σχέσεων και την αυτοδύναμη [[ανάδειξη]], [[κατανομή]], [[άσκηση]] και [[ανανέωση]] της εξουσίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποχαιρετώ]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[υπόσχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] στην [[ίδια]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[επιβάλλω]] («[[σύνταγμα]] συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[συνεισφέρω]]<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]] («ψευδῆ συντάξας καθ' ἡμῶν κατηγορίαν», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[διατάσσω]], [[παραγγέλλω]] («δασμοὺς [[μέντοι]] συνέταξεν ἀποφέρειν καὶ τούτους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> (για γιατρό) [[δίνω]] [[συνταγή]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> α) [[κάνω]] τα σχέδια μου<br />β) [[τακτοποιώ]] τις υποθέσεις μου<br />γ) [[είμαι]] αποφασισμένος («περὶ παίδων ἀγωγῆς ἄκρως συντέταγμαι», Διογ. Λαέρ.)<br />δ) [[συμφωνώ]] με κάποιον<br />ε) [[αποδέχομαι]] αυτό ή το [[άλλο]] [[ποσό]] συνεισφοράς<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> α) προσδιορίζομαι<br />β) διοργανώνομαι για την [[πληρωμή]] συνεισφορών<br /><b>9.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ συντεταγμένον</i><br />α) το προσδιοριζόμενο [[ποσό]]<br />β) [[συμφωνία]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συντάσσω]] τοὺς πεζοὺς τῷ ἱππικῷ» — [[παρατάσσω]] στην [[ίδια]] [[γραμμή]] το πεζικό με το ιππικό (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «[[συντάσσω]] ὑπόθεσιν» — [[πραγματεύομαι]] εγγράφως [[κάτι]] (Διον. Αλ.).
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [[τάσσω]]<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με στρατό) [[βάζω]] στη [[σειρά]], [[παρατάσσω]]<br /><b>2.</b> [[διατυπώνω]] [[κάτι]] εγγράφως, [[συγγράφω]] (α. «[[συντάσσω]] [[συμβόλαιο]]» β. «αὐτὸς [[ἄχρι]] τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[τοποθετώ]], [[συνάπτω]] τις λέξεις σύμφωνα με τους κανόνες του συντακτικού (α. «το [[κείμενο]] δεν έχει συνταχθεί σωστά» β. «τὴν ἐν πρόθεσιν μετὰ γενικῆς συντάσσει», Γρηγ. Κορ.)<br /><b>4.</b> [[συγκροτώ]], [[καταρτίζω]], [[διοργανώνω]]<br /><b>5.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]]<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συντάσσομαι</i><br />α) παρατάσσομαι σε σχηματισμούς μάχης<br />β) τάσσομαι με το [[μέρος]] ή με τη [[γνώμη]] κάποιου (α. «όλα τα [[μέλη]] του συμβουλίου συντάχθηκαν με τις απόψεις του προέδρου» β. «Τροιζήνιοι συνετάχθησαν εἰς Ἀχαιούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναλύω]] συντακτικά ένα [[κείμενο]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. της παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[συντεταγμένη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συντεταγμένη]] [[πολιτεία]]» — [[πολιτεία]] οργανωμένη βάσει [[δικών]] της θεσμών για τη [[ρύθμιση]] τών [[κάθε]] είδους εσωτερικών της σχέσεων και την αυτοδύναμη [[ανάδειξη]], [[κατανομή]], [[άσκηση]] και [[ανανέωση]] της εξουσίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποχαιρετώ]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[υπόσχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] στην [[ίδια]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[επιβάλλω]] («[[σύνταγμα]] συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[συνεισφέρω]]<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]] («ψευδῆ συντάξας καθ' ἡμῶν κατηγορίαν», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[διατάσσω]], [[παραγγέλλω]] («δασμοὺς [[μέντοι]] συνέταξεν ἀποφέρειν καὶ τούτους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> (για γιατρό) [[δίνω]] [[συνταγή]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> α) [[κάνω]] τα σχέδια μου<br />β) [[τακτοποιώ]] τις υποθέσεις μου<br />γ) [[είμαι]] αποφασισμένος («περὶ παίδων ἀγωγῆς ἄκρως συντέταγμαι», Διογ. Λαέρ.)<br />δ) [[συμφωνώ]] με κάποιον<br />ε) [[αποδέχομαι]] αυτό ή το [[άλλο]] [[ποσό]] συνεισφοράς<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> α) προσδιορίζομαι<br />β) διοργανώνομαι για την [[πληρωμή]] συνεισφορών<br /><b>9.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ συντεταγμένον</i><br />α) το προσδιοριζόμενο [[ποσό]]<br />β) [[συμφωνία]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συντάσσω]] τοὺς πεζοὺς τῷ ἱππικῷ» — [[παρατάσσω]] στην [[ίδια]] [[γραμμή]] το πεζικό με το ιππικό (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «[[συντάσσω]] ὑπόθεσιν» — [[πραγματεύομαι]] εγγράφως [[κάτι]] (Διον. Αλ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm