συντάσσω

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντάσσω Medium diacritics: συντάσσω Low diacritics: συντάσσω Capitals: ΣΥΝΤΑΣΣΩ
Transliteration A: syntássō Transliteration B: syntassō Transliteration C: syntasso Beta Code: sunta/ssw

English (LSJ)

Att. συντάττω,
A put in order together, esp. as a military term, draw up, put in array, Hdt.7.78, Th.8.28, X.HG4.8.28, etc.; σ. πεζοὺς αὐτοῖς (sc. τῷ ἱππικῷ) draw up the foot with the horse, ib. 7.5.24:—Pass., to be drawn up in order of battle, E.HF191, X.Cyr. 1.4.18, etc.; μάλιστα ξυντεταγμένοι παντὸς τοῦ στρατοῦ in the best order of all the army, Th.3.108; μεθ' ὅπλων συντεταγμένοι D.21.223; τισι or μετά τινων with others, X.HG1.2.15, Vect.2.3, cf. Cyr. 6.4.14, etc.:—Med., form in order of battle, ὁμόσε χωρῶμεν ξυνταξάμενοι Ar.Lys.452: Med. also trans., συνταξάμενος βαθεῖαν τὴν φάλαγγα having drawn up his phalanx in deep order, X.HG2.4.34.
b place under command of, τινὶ τάξιν Arr.An.4.24.10:—Pass., metaph., τὰ πάθη τῇ τοῦ λογισμοῦ ἡγεμονίᾳ Hierocl.in CA19p.461M.
c place in the same class, c. dat., Plot.6.1.25, Dam. Pr.1, al.
2 Pass., of single persons, to be collected, be resolute, συντεταγμένος στρατηγός X.HG4.8.22; περὶ παίδων ἀγωγὴν ἄκρως σ. D.L.5.65; so of the mind, πρὶν ξυνταχθῆναι . . τὴν δόξαν before they have time to get their thoughts collected, Th.5.9 (ξυνταθῆναι is prob. cj.); ἡ ἐπὶ τοῦ συντετάχθαι . . φρόνησις οὖσα Amphis 33.4; ἔφοδος ἐνεργὸς καὶ σ. Plb.3.19.5.
II arrange, organize, τὸ σῶμα Pl.Grg. 504a; τὰ συσσίτια συντέταχεν ὁ νόμος Id.Lg.625c; ἐνιαυτούς τε καὶ ὥρας καὶ μῆνας Id.Phlb.30c; σύνοδον Plu.Ant.71: in bad sense, concoct, ψευδῆ κατηγορίαν Aeschin.2.183:—Pass., ψυχὴ συντεταγμένη σώματι soul organically united with the body, Pl.Lg.903d; ὀλιγαρχικῶς συντετ. Arist.Pol.1317a6; σημεῖον πολιτείας συντεταγμένης of an organized state, ib.1272b30; Τροιζήνιοι σ. εἰς τοὺς Ἀχαιούς joined the Achaean League, Plu.Arat.24; οἱ συντεταγμένοι = the conspirators, X.HG3.3.7:—Med., arrange for oneself, i.e. make one's own plans of life, Hp. VM10: also, get matters organized or arranged, or simply ordain, settle, τὰ νόμιμα ἡμῖν συνετάξατο [ὁ νομοθέτης] Pl.Lg.626a, cf. 625e, 781b; τὴν περὶ τοὺς νέους ἐπιμέλειαν Lycurg.106; καταστήσαντες . . εἰς τὴν προγεγραμμένην κώμην Τεβτῦνειν οὗ ἐὰν Ἀρίστων συντάσσηται wherever A. may arrange to accept delivery, PSI10.1098.24 (i B.C.).
2 of taxation, assess, IG12.63.17; σύνταγμα συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον Aeschin.3.95:—Pass., to be organized for paying contributions, ib.97, D.13.3,9; but τὸ συντεταγμένον = the assessed sum, Arist.Pol.1330a7:—Med., agree to such assessment, D.27.7, cf. 28.8; τι εἰς τροφὴν συνταξάμενος ἐδίδου gave an allowance for food, Aeschin.1.102: cf. σύνταξις II.3.
3 compose or compile a narrative or book, Plb.2.40.4, Plu.Brut.4:—Med., Pl.Phdr.263e, Plb.1.3.8, Gal.19.221: abs., write a book, Plb.9.2.2; οἱ τὰ Ῥωμαϊκὰ συνταξάμενοι D.H.4.7; σ. ὑπόθεσιν treat of . ., Id.Comp.4:—Pass., προοίμιον συντεταγμένον εἴς τι Pl.Lg.930e, cf. Aeschin.3.201.
4 c. inf., ordain, prescribe, order, δασμοὺς ἀποφέρειν τινάς X.Cyr.8.6.8, cf. Aeschin.2.22, PEnteux.27.13, 84.10,16 (iii B.C.), PCair.Zen.28.1, al. (iii B.C.), Plb.3.50.9, PStrassb.100.21 (ii B.C.): without inf., συντάξαντος ἡμῖν Ἀμύντου PCair.Zen.27.1 (iii B.C.); καθὼς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς v.l. for προσέταξεν in Ev.Matt.21.6.
b c. acc. rei, prescribe, of a physician, θεραπείαν Plu.Per.13, cf. D.S.1.70, Sor.1.60; also σ. τί πρῶτον οἰστέον Alex.186.3:—Pass., τοιαύτης ἐπιμελείας συνταχθείσης Sor.2.48: generally, to be prescribed or be ordained, ταὐτὸν περὶ τὰς ἡδονὰς συντεταγμένον ἐν τοῖς νόμοις Pl.Lg.634b, cf. 817e; ταῦτα τῷ ναυάρχῳ συνετάχθη Epist. ap. D.18.78; ἄν τις πόλις μὴ ἀποστείλῃ τὴν δύναμιν τὴν συντεταγμένην IG42(1).68.95 (Epid., iv B.C.).
5 Gramm., combine in interpretation, τοῖς προειρημένοις συντάττουσι ταῦτα Gal.15.897, cf. 16.533 (Pass.); construct or construe a word, τὰ ἀρρενικὰ τοῖς θηλυκοῖς D.H.Amm.2.11, cf. A.D.Conj.218.10; τὴν ἐν πρόθεσιν μετὰ γενικῆς Greg.Cor. p.44S.:—Pass., A.D.Pron.69.15, D.L.7.64; συντάσσεται ἀπὸ γενικῆς εἰς αἰτιατικήν (e.g. ἀφαιρῶ σοῦ τόδε) Thom.Mag.p.33R.; cf. συντακτός, σύνταξις 1.4.
b Pass., to be added to, c. dat., A.D.Pron.38.1; of syllables, τὸ σκλα καὶ στρα συντετάξεται Id.Synt.313.16.
III Med., agree together, πάντα συνταξάμενοι καὶ οὐδὲν ἀπὸ ταὐτομάτου τούτων ἔπραττον D.24.27; συνταξάσθω πρὸς αὐτοὺς . . πόσον δεῖ ἔλαιον . . πωλεῖν PRev.Laws 47.13 (iii B.C.); σ. πρὸς ἀλλήλους Plb.3.67.1: c. inf., συνετάττετο κοινῇ πρεσβεύειν D.19.13:—Pass., κατὰ τὸ συντεταγμένον = in accordance with what had been arranged, Plb.3.42.9, 3.43.6; πραξάντων τὸ συνταχθέν Id.8.28.10; κελεῖσαι προελθόντα στῆναι πρὸ τῆς πόλεως ἐπὶ τὸν συνταχθέντα τάφον the pre-arranged tomb, Id.9.17.2; cf. σύνταξις II.2.
IV Med., take leave of one, bid one farewell, τινι Charito 8.4, Men.Rh. p.430S., AP9.171 (Pall.); cf. ἀποτάσσω IV.

French (Bailly abrégé)

I. ranger ensemble, arranger, disposer en un tout, acc. ; organiser de façon à faire entrer dans, à réunir à : ἀπόρους εἰς τὸ πολίτευμα PLUT faire entrer les indigents dans l'organisation politique ; Pass. se réunir à, entrer dans l'organisation de ; abs., au Pass. s'organiser, se concerter : οἱ συντεταγμένοι XÉN les conjurés ; particul. :;
1 ranger en bataille : στράτευμα XÉN une armée ; πεζοὺς ἱππεῦσι σ. XÉN ranger l'infanterie en ligne avec la cavalerie ; Pass. avoir l'habitude d'être rangés;
2 composer un ouvrage, acc.;
3 combiner, machiner (une intrigue, un complot, etc.);
II. ordonner, prescrire : τί τινι prescrire un remède, des soins à qqn;
Moy. συντάσσομαι;
I. tr. 1 ranger, disposer qch à soi (son armée, sa flotte, etc.) ; en gén. arranger, fixer, régler : νόμους PLUT les coutumes, les lois;
2 composer (un discours, un livre, etc.) acc.;
3 ordonner, prescrire;
II. intr. 1 se rapprocher de, se joindre à, se réunir avec : μετά τινος se ranger du côté de qqn ; en parl. de choses s'accorder;
2 particul. en parl. de troupes qui se rassemblent, au part. ξυντεταγμένος qui est en bon ordre.
Étymologie: σύν, τάσσω.

German (Pape)

att. συντάττω, mit, zugleich zusammenordnen, -scharen; bes. von Soldaten, in Reih und Glied ordnen, in Schlachtordnung stellen, Her. 7.178; τὸ στράτευμα, Xen. Hell. 1.2.15; πρὶν ξυνταχθῆναι, Thuc. 5.9; συντεταγμένοι, Xen. Cyr. 1.4.18 und öfter; zu einer Heeresabteilung vereinigen, und allgemeiner, κοσμοῦσι τὸ σῶμα καὶ συντάττουσιν, Plat. Gorg. 504a, vgl. Phil. 30c; und pass., ψυχὴ συντεταγμένη σώματι, Legg. X.903d; – von Schriftwerken, abfassen, verfertigen, auch von andern Arbeiten, ὑπομνηματισμοὺς περὶ τῶν ἰδίων πράξεων Pol. 2.40.4; bes. = listig anstiften, τέχνην ἀκούσεσθε τοῦ σοφοῦ τοῦ ταῦτα πάντα συντεταχότος, Dem. 32.24; – anordnen, κατὰ τί τὰ ξυσσίτια ὑμῖν συντέταχεν ὁ νόμος, Plat. Legg. 625c; Xen. mit folgdm accus. c. infin., Cyr. 8.6.8; Pol. oft; was Andere zu leisten haben, bes. Abgaben vorschreiben, auflegen, φημὶ δεῖν ἡμᾶς συνταχθῆναι, wir müssen uns abschätzen und Abgaben auflegen lassen, Dem. 13.9, vgl. §.3. Bei den Gramm. = konstruieren, verbinden, z.B. μετὰ γενικῆς πρόθεσιν.
Med. sich ordnen, von Soldaten, Xen. Cyr. 3.3.29; für sich zusammenstellen, anordnen, und überh. = act., πάνθ' ὁ νομοθέτης πρὸς τοῦτο βλέπων συνετάττετο, Plat. Legg. I.625e; πάντα συντάξασθαι κοινῇ γυναιξί τε καὶ ἀνδράσιν ἐπιτηδεύματα, VI.781b; verteilen, einordnen, bes. zum Zahlen von Abgaben, εἰς τὴν συμμορίαν συνετάξαντο, Dem. 27.7; von Schriftwerken und ähnlichen Arbeiten, συνταξάμενος τὸν λόγον, Plat. Phaedr. 263e; ὑπόθεσιν συντάττεσθαι, einen Gegenstand schriftstellerisch behandeln, Schaefer Dion.Hal. C.V. p. 70; βίβλον, Pol. 1.3.9; auch absolut, ὑπέρ τινος, über Etwas schreiben, 9.2.2. – mit Einem verabreden, mit ihm übereinkommen, Xen. und Folgde; πρὸς ἀλλήλους, Pol. 3.67.1; ὁ συνταχθεὶς τόπος, 9.17.2; κατὰ τὸ συντεταγμένον, 3.42.9, nach der Verabredung, und öfter, wie andere Spätere
Bei Sp. Abschied von Einem nehmen, τινί, Jacobs AP p. LXVIII zu Pallad. 43 (IX.171).

Russian (Dvoretsky)

συντάσσω: атт. συντάττω
1 устраивать, организовать (τὸ σῶμα Plat.): πολιτεία συντεταγμένη Arst. благоустроенное государство;
2 основывать, учреждать (τὰ ξυσσίτια Plat.);
3 упорядочивать, налаживать (ὥρας καὶ μῆνας Plat.);
4 присоединять, соединять, связывать (τί τινι Plat.): σ. τινὰς εἰς τὸ πολίτευμα Plut. наделять кого-л. гражданскими правами; συντετάχθαι εἰς τοὺς Ἀχαιούς Plut. присоединиться к Ахейскому союзу; οἱ συντεταγμένοι Xen. объединившиеся в союз или заговорщики;
5 тж. med. составлять (ἐπιτομὴν Πολυβίου Plut.): τὸ προοίμιον εἴς τι συντεταγμένον Plat. составленное к какому-л. вопросу вступление;
6 med. сочинять, писать (ὑπέρ τινος Polyb.);
7 сочинять, выдумывать, измышлять (ψευδῆ κατηγορίαν κατά τινος Aeschin.): ὁ ταῦτα πάντα συντεταχώς Dem. инициатор всего этого;
8 воен. строить, выстраивать, располагать (πεζοὺς τῷ ἱππικω Xen.): οἱ συντεταγμένοι Xen., Dem., συνταξάμενοι Arph., Xen. и συνταχθέντες Eur. построенные в боевом порядке, стоящие в строю; συντάξασθαι βαθεῖαν τὴν φάλαγγα Xen. построить свою фалангу глубоким строем;
9 приспособлять, подготовлять, снаряжать (συντετάχθαι εἰς ἑξήκοντα ναῦς Xen.): οὐ συντέταγμαι Plut. я не подготовился; περὶ παίδων ἀγωγὴν συντεταγμένος Diog. L. обладающий способностями к воспитанию детей; ἡ συντεταγμένη ἔφοδος Polyb. хорошо подготовленная атака; ὁ συντεταγμένος στρατηγός Xen. дельный полководец;
10 (о законах, налогах и т. п.) устанавливать, определять (σύνταγμα εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον Aeschin.; συντεταγμένα νόμοις ἔθη Plat.): τὸ συντεταγμένον Arst. налог в установленном размере;
11 облагать налогами (τινάς Aeschin.): περὶ τοῦ συνταχθῆναι ἐκκλησία Dem. совещание по вопросам обложения;
12 предписывать, обязывать (τινὰ ποιεῖν τι Xen., Aeschin.): ταῦτα συνετάχθη τῷ ναυάρχῳ ἄνευ τοῦ δήμου Dem. эти предписания были даны наверху без ведома народа; σ. θεραπείαν (sc. τινί) Plut. назначать кому-л. лечение; ἐποίησαν ὡς συνέταξεν αὐτοῖς NT они сделали так, как он им велел; τὰ συντεταγμένα Diod. (врачебные) предписания;
13 обусловливать, заключать соглашение: συντάξασθαί τι πρός τινα Polyb. условиться с кем-л. о чем-либо; τὸ συντεταγμένον и τὸ συντανθέν Polyb. соглашение, условие;
14 med. прощаться: συντάσσομαι ὑμῖν Anth. прощайте.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντάττω, Ion. συντάσσω [σύν, τάττω] act. bij elkaar zetten; spec. milit. opstellen:; σ. τὸ στράτευμα het leger opstellen Xen. Hell. 1.2.15; ook med.:; συνταξάμενος... τὴν φάλαγγα nadat hij zijn slaglinie had opgesteld Xen. Hell. 2.4.34; perf. pass. in gesloten gelid:. πολλοὺς ἀνθρώπους... συντεταγμένους vele mensen in gesloten gelid Xen. Cyr. 1.4.18. rangschikken, orde aanbrengen:; τὸ σῶμα κοσμοῦσι καὶ συντάττουσι zij brengen het lichaam in goede conditie Plat. Grg. 504a; organiseren, regelen:; τὰ συσσίτια συντέταχεν ὁ νόμος de wet heeft de gezamenlijke maaltijden geregeld Plat. Lg. 625c; πολιτεῖα συντεταγμένη een geregelde staatsvorm Aristot. Pol. 1272b30; overdr..; οἱ συντεταγμένοι de samenzweerders Xen. Hell. 3.3.7; συντεταγμένος στρατηγός een gedisciplineerd generaal Xen. Hell. 4.8.22; voegen bij, aanpassen aan, met dat. pass.. ψυχὴ συντεταγμένη σώματι een ziel die nauw verbonden is met een lichaam Plat. Lg. 903d. samenstellen:; ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου hij zat te schrijven aan een samenvatting van Polybius Plut. Brut. 4.8; pass.: προοίμιον... ὀρθῶς συντεταγμένον een inleiding die op passende wijze gecomponeerd is Plat. Lg. 930e. voorschrijven, met acc. van pers. en inf.:; δασμοὺς... συνέταξεν ἀποφέρειν καὶ τούτους hij droeg ook hen op belasting te betalen Xen. Cyr. 8.6.8; met acc. van zaak:; ἡ θεός... συνέταξε θεραπείαν de godin schreef een geneesmiddel voor Plut. Per. 13.13; van belastingen:. τὸ συντεταγμένον de vastgestelde belasting Aristot. Pol. 1330a7. med. zich opstellen:. ὁμόσε χωρῶμεν αὐταῖς... ξυνταξάμενοι laten we gezamenlijk in gesloten gelederen op hun (de vrouwen) afgaan Aristoph. Lys. 452. samenstellen:. πρὸς τοῦτο... συνταξάμενος πάντα τὸν ὕστερον λόγον zijn hele verdere betoog hierop afstemmend Plat. Phaedr. 263e. zich aansluiten bij, afspreken:. συνετάττετο κοινῇ πρεσβεύειν hij wilde afspreken bij het gezantschap samen te werken Dem. 19.13. vaarwel zeggen. λόγοι, συντάσσομαι ὑμῖν woorden, ik zeg u vaarwel AP 9.171.3.

Greek (Liddell-Scott)

συντάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― διευθετῶ ἐν τάξει, θέτω εἰς τάξιν, μάλιστα ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, παρατάσσω, ὡς τὸ διατάσσω, Ἡρόδ. 7. 78, Θουκ. 8. 28, Ξεν., κλπ.· σ. πεζοὺς τῷ ἱππικῷ, παρατάσσω τὸ πεζικὸν εἰς τὴν αὐτὴν γραμμὴν μετὰ τοῦ ἱππικοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 5, 24, πρβλ. 4. 8, 28· ― Παθ., παρατάσσομαι εἰς γραμμήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 191, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 18, κτλ.· οὗτοι δὲ μάλιστα ξυντεταγμένοι παντὸς τοῦ στρατοῦ ἀνεχώρησαν Θουκ. 3. 108· μεθ’ ὅπλων συντεταγμένοι Δημ. 585. 27· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παρατάσσομαι εἰς γραμμήν, ὁμόσε χωρῶμεν συνταξάμενοι Ἀριστοφ. Λυσ. 452· τισι ἢ μετά τινων Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 15, Πόροι 2. 3, πρβλ. Ἀνάβ. 6. 4, 21, κτλ.· ― ἀλλὰ τὸ μέσ. εἶναι καὶ μεταβ., συνταξάμενος βαθεῖαν τὴν φάλαγγα, παρατάξας τὴν φάλαγγα εἰς μέγα βάθος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 4, 34· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1, 2. 2) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ μεμονωμένων προσώπων, εἶμαι σταθερός, ἀποφασισμένος, συντεταγμένος στρατηγὸς αὐτόθι 4. 8, 22· περί τινος Διογ. Λ. 5. 65· οὕτως, ἐπὶ τῆς διανοίας, πρὶν ξυνταχθῆναι... τὴν δόξαν, πρὶν ἢ συλλέξωσι τὰς σκέψεις των, Θουκ. 5. 9· ἡ ἐπὶ τοῦ συντετάχθαι... φρόνησις οὖσα, πρὸς τὸν σκοπὸν τακτικῆς διευθετήσεως ἢ συγκροτήσεως, Ἄμφις ἐν «Φιλαδέλφοις» 1. 4· ἔφοδος ἐνεργὸς καὶ σ. Πολύβ. 3, 19, 5. ΙΙ. διευθετῶ, τακτοποιῶ, συγκροτῶ, διοργανῶ, Λατ. constituere, τὸ σῶμα Πλάτ. Γοργ. 504Α· τὰ ξυσσίτια ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625C· ἐνιαυτούς τε καὶ ὥρας καὶ μῆνας ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 30C· σύνοδον Πλουτ. Ἀντών. 71· ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, συσκευάζω, συμπλέκω, ψευδῆ κατηγορίαν Αἰσχίν. 52. 37, πρβλ. Δημ. 888. 26. ― Παθ., ψυχὴ συντεταγμένη σώματι, ὀργανικῶς ἡνωμένη μετὰ τοῦ σώματος Πλάτ. Νόμ. 903D, πρβλ. 817Ε· ὀλιγαρχικῶς συντετ. Ἀριστ. Πολιτ. 6. 1, 4· τί σημεῖον πολιτείας συντεταγμένης; ὠργανωμένης, συγκεκροτημένης, αὐτόθι 2. 11, 2· Τροιζήνιοι σ. εἰς τοὺς Ἀχαιούς, ἡνώθησαν μετὰ τῆς συμπολιτείας τῶν Ἀχαιῶν, Πλούτ. Ἄρατ. 24· οἱ συντεταγμένοι, οἱ συνωμόται, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 7. ― Μέσ., τακτοποιῶ, διευθετῶ δι’ ἐμαυτόν, κάμνω τὰ σχέδιά μου περὶ τοῦ βίου μου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· ὡσαύτως διευθετῶ, διοργανῶ, τακτοποιῶ τὰς ὑποθέσεις, ἢ ἁπλῶς, διατάσσω, διευθετῶ, τὰ νόμιμα ἡμῖν συνετάξατο [ὁ νομοθέτης] Πλάτ. Νόμ. 626Α, πρβλ. 625Ε, 781Β· τὴν περὶ τοὺς νέους ἐπιμέλειαν Λυκοῦργ. 162. 23. 2) ἐπὶ φορολογίας, ὁρίζω τὸν φόρον, ἐπιβάλλω, σύνταγμα συντάξας εἰς ρ΄ ταλάντων πρόσοδον Αἰσχίν. 67. 16. Παθ., διοργανοῦμαι πρὸς πληρωμὴν συνεισφορῶν, αὐτόθι 28, Δημ. 167. 6., 168. 21· ἀλλά, τὸ συντεταγμένον, τὸ διωρισμένον ποσόν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 10. ― Μέσ., παραδέχομαι τὸν τοιοῦτον διορισμὸν συνεισφορᾶς, Δημ. 815. 11., 838. 9· σ. τι εἴς τι, συνεισφέρω, Αἰσχίνης 14. 33· πρβλ. σύνταξις ΙΙ. 3. 3) συντίθημι, συντάττω διήγημα, Πολύβ. 2. 40, 4, Πλουτ. Βροῦτ. 4· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. ἐν «Φαίδρῳ» 263Ε, Πολύβ. 1. 3, 8· ἀπολ., γράφω βιβλίον, ὁ αὐτ. 9. 2, 2· σ. ὑπόθεσιν, πραγματεύομαι περί..., Schäf. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 70. ― Παθ., προοίμιον ξυντεταγμένον εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 930Ε, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 33. 4) μετ’ ἀπαρ., διατάττω, παραγγέλω, τινὰ ποεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 6, 8. Αἰσχίν. 31. 8. β) μετ’ αἰτ. πράγμ., παραγγέλλω, ἐπὶ ἰατροῦ, θεραπείαν σ. τινὶ Πλουτ. Περικλ. 13· νοσοῦντι κίχλην ὁ αὐτ. 2. 204Β. πρβλ. Διόδ. 1. 70· ὡσαύτως, συντάξαι τί πρῶτον οἰστέον Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1. 3. ― Παθ., καθόλου, παραγγέλλομαι, ὁρίζομαι, διατάσσομαι, ποῦ δὴ τοῦτ’ ἔστι ταὐτὸν περὶ τὰς ἡδονὰς συντεταγμένον ἐν τοῖς νόμοις; Πλάτ. Νόμ. 634Β, πρβλ. 817Ε· ταῦτα τῷ ναυάρχῳ συνετάχθη Δημ. 251. 11. 5) παρὰ τοῖς γραμμ., συντάσσω λέξιν τινά, συνάπτω αὐτὴν ἑτέρα, γενικῇ ἢ μετὰ γενικῆς, Ba?t. and Schäf. Γρηγ. Κορινθ. 45· ― Παθ., Διογ. Λ. 7. 61· πρβλ. συντακτός, σύνταξις Ι. 4. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συμφωνῶ ὁμοῦ, πάντα συνταξάμενοι καὶ οὐδὲν ἀπὸ ταὐτομάτου Δημ. 708. 18 σ. πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 67, 1· μετ’ ἀπαρεμ., συνετάττετο κοινῇ πρεσβεύειν Δημ. 344, ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχίν. 14. 33· ― οὕτως ἐν τῷ παθ. τύπῳ, τὸ συντεταγμένον, τὸ συνταχθέν, συμφωνία, Πολύβ. 3. 42, 9, κτλ.· πρβλ. σύνταξις ΙΙ. 2. IV. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀποχαιρετίζω τινά, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 171, Ρήτορες (Walz) τ. 9. σ. 309, πρβλ. ἀποτάσσω ΙΙ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 140 κἑξ.

English (Strong)

from σύν and τάσσω; to arrange jointly, i.e. (figuratively) to direct: appoint.

English (Thayer)

1st aorist συνέταξα; from Herodotus down;
a. to put in order with or together, to arrange;
b. to (put together), constitute, i. e. to prescribe, appoint (Aeschines, Demosthenes; physicians are said συντάσσειν φάρμακον, Aelian v. h. 9,13; (Plutarch, an sen. sit gerend. resp. 4,8)): τίνι, L Tr WH; Sept. often for צִוָּה.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α τάσσω
1. (ιδίως σχετικά με στρατό) βάζω στη σειρά, παρατάσσω
2. διατυπώνω κάτι εγγράφως, συγγράφω (α. «συντάσσω συμβόλαιο» β. «αὐτὸς ἄχρι τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», Πλούτ.)
3. γραμμ. τοποθετώ, συνάπτω τις λέξεις σύμφωνα με τους κανόνες του συντακτικού (α. «το κείμενο δεν έχει συνταχθεί σωστά» β. «τὴν ἐν πρόθεσιν μετὰ γενικῆς συντάσσει», Γρηγ. Κορ.)
4. συγκροτώ, καταρτίζω, διοργανώνω
5. διευθετώ, τακτοποιώ
6. (μέσ. και παθ.) συντάσσομαι
α) παρατάσσομαι σε σχηματισμούς μάχης
β) τάσσομαι με το μέρος ή με τη γνώμη κάποιου (α. «όλα τα μέλη του συμβουλίου συντάχθηκαν με τις απόψεις του προέδρου» β. «Τροιζήνιοι συνετάχθησαν εἰς Ἀχαιούς», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αναλύω συντακτικά ένα κείμενο
2. (το θηλ. της παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) βλ. συντεταγμένη
3. φρ. «συντεταγμένη πολιτεία» — πολιτεία οργανωμένη βάσει δικών της θεσμών για τη ρύθμιση τών κάθε είδους εσωτερικών της σχέσεων και την αυτοδύναμη ανάδειξη, κατανομή, άσκηση και ανανέωση της εξουσίας
μσν.-αρχ.
1. αποχαιρετώ
2. μέσ. υπόσχομαι
αρχ.
1. βάζω στην ίδια τάξη
2. ορίζω, επιβάλλωσύνταγμα συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον», Αισχίν.)
3. συνεισφέρω
4. (με κακή σημ.) μηχανεύομαι, επινοώ («ψευδῆ συντάξας καθ' ἡμῶν κατηγορίαν», Αισχίν.)
5. (με απρμφ.) διατάσσω, παραγγέλλω («δασμοὺς μέντοι συνέταξεν ἀποφέρειν καὶ τούτους», Ξεν.)
6. (για γιατρό) δίνω συνταγή
7. μέσ. α) κάνω τα σχέδια μου
β) τακτοποιώ τις υποθέσεις μου
γ) είμαι αποφασισμένος («περὶ παίδων ἀγωγῆς ἄκρως συντέταγμαι», Διογ. Λαέρ.)
δ) συμφωνώ με κάποιον
ε) αποδέχομαι αυτό ή το άλλο ποσό συνεισφοράς
8. παθ. α) προσδιορίζομαι
β) διοργανώνομαι για την πληρωμή συνεισφορών
9. (το ουδ. της παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ συντεταγμένον
α) το προσδιοριζόμενο ποσό
β) συμφωνία
10. φρ. α) «συντάσσω τοὺς πεζοὺς τῷ ἱππικῷ» — παρατάσσω στην ίδια γραμμή το πεζικό με το ιππικό (Θουκ.)
β) «συντάσσω ὑπόθεσιν» — πραγματεύομαι εγγράφως κάτι (Διον. Αλ.).

Greek Monotonic

συντάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. 1. θέτω μαζί σε τάξη, τακτοποιώ συνάμα, ιδίως λέγεται για στρατιώτες, διευθετώ σε τάξη, παρατάσσω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· συντάσσω πεζοὺς τῷ ἱππικῷ, παρατάσσω σε γραμμή από κοινού το πεζικό και το ιππικό, σε Ξεν. — Παθ., παρατάσσομαι σε γραμμή, σε Ευρ. κ.λπ.· μάλιστα ξυντεταγμένοι παντὸς τοῦ στρατοῦ, με την καλύτερη παράταξη όλου του στρατεύματος, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., παρατάσσομαι σε γραμμή, σχηματίζω παράταξη· συνταξάμενοί τισι ή μετά τινων, με άλλους, σε Ξεν. — Μέσ. όμως μτβ., επίσης, συνταξάμενος τὴν φάλαγγα, αφού παρέταξε τη φάλαγγα, στον ίδ.
2. στην Παθ., λέγεται για μεμονωμένα πρόσωπα, είμαι συγκροτημένος, αποφασισμένος, σταθερός, σε Θουκ., Ξεν.
II. 1. διευθετώ, ταξινομώ, οργανώνω, συγκροτώ, σε Πλάτ.· με αρνητική σημασία, παρασκευάζω, προετοιμάζω με την ανάμειξή μου, μηχανορραφώ, μηχανεύομαι, σκαρώνω, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι διευθετημένος, οργανωμένος, συγκροτημένος, σε Αριστ.· οἱ συντεταγμένοι, συνωμότες, σε Ξεν.
2. λέγεται για φορολογία, καθορίζω ή επιβάλλω φόρο, σε Αισχίν. — Παθ., οργανώνομαι, καθορίζομαι για την καταβολή των εισφορών, σε Δημ. — Μέσ. συμφωνώ με την επιβολή ή τον καθορισμό της εισφοράς αυτής, στον ίδ.
3. με απαρ., ορίζω, διατάζω, παραγγέλλω, συνιστώ, τινὰ ποιεῖν τι, σε Ξεν., Αισχίν.· λέγεται για γιατρό, θεραπείαν συντάσσω τινί, σε Πλούτ.· Παθ., επιβάλλομαι, διατάσσομαι, ταῦτατῷ ναυαρχῷ, συνετάχθη, σε Δημ.
III. Μέσ., συμφωνώ μαζί με, συγκατατίθεμαι, συμμορφώνομαι με, στον ίδ.
IV. στη Μέσ. επίσης, συντ. τινι, αφήνω, εγκαταλείπω, αποχαιρετώ κάποιον, σε Ανθ.

Middle Liddell

συντάσσω, Attic: συντάττω fut. ξω
I. to put in order together, especially of soldiers, to draw up, put in array, Hdt., Thuc., etc.; ς. πεζοὺς τῷ ἱππικῷ to draw up the foot in line with the horse, Xen.:—Pass. to be drawn up in line, Eur., etc.; μάλιστα ξυντεταγμένοι παντὸς τοῦ στρατοῦ in the best order of all the army, Thuc.: —so in Mid. to form in line, συνταξάμενοι τισι or μετά τινων with others, Xen.;—but the Mid. is also trans., συνταξάμενος τὴν φάλαγγα having drawn up his phalanx, Xen.
2. in Pass., of single persons, to be collected, resolute, steady, Thuc., Xen.
II. to arrange, organise, Plat.:—in bad sense, to concoct, Aeschin.:—Pass. to be organised, Arist.; οἱ συντεταγμένοι the conspirators, Xen.
2. of taxation, to fix or assess a payment, Aeschin.:—Pass. to be organised for paying contributions, Dem.:—Mid. to agree to such assessment, Dem.
3. c. inf. to ordain, prescribe, τινὰ ποιεῖν τι Xen., Aeschin.; of a physician, θεραπείαν ς. τινί Plut.:—Pass. to be prescribed, ταῦτα τῷ ναυάρχῳ συνετάχθη Dem.
III. Mid. to agree together, Dem.
IV. Mid. also, ς. τινι to take leave of one, bid him farewell, Anth.

Chinese

原文音譯:sunt£ssw 尋-他所
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-規定
字義溯源:一同安排,指派,指引,吩咐;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τάσσω)*=處理,安排)組成。參讀 (διαμαρτύρομαι)的同義字
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 所吩咐⋯的(1) 太27:10;
2) 所吩咐(1) 太26:19

Lexicon Thucydideum

ordinare, to arrange, draw up, 6.91.4,
in unum ordinem componere, to marshal into one order, 8.28.4,
MED. instruere ordines, to draw up ranks, 3.108.3, 4.33.1. 5.66.1, 6.67.1. 6.70.4. 6.98.3, 7.2.3, 7.3.3. 7.60.2, 7.77.4, 7.81.4,
Translate, translate componi, to be arranged, be marshalled, 5.9.6.