γόμφος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "γ" to "γ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γόμφος]])<br /><b>1.</b> ξύλινο ή μετάλλινο [[καρφί]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κομμάτι]] ξύλου, [[σφήνα]] που χρησιμοποιείται για τη [[στερέωση]] κινητών [[μερών]] μιας διάταξης<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρφί]] που χρησιμεύει στη [[σύνδεση]] διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο<br /><b>αρχ.</b><br />[[σφήνα]], [[πάσσαλος]] για [[σύνδεση]] σανιδωμάτων πλοίου<br /><b>2.</b> [[κλείδωση]], [[άρθρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γόμφος]] ανάγεται σε <i>ĝombh</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του <i>ĝembh</i>- «[[δαγκώνω]], [[σπάζω]] με τα δόντια» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>jamba</i>- «[[δόντι]]», αρχ. σλαβ. <i>zobŭ</i> «[[δόντι]]», λιθ. <i>žambas</i> «εξέχουσα [[γωνία]]», λετ. <i>zuobs</i> «[[δόντι]]», αρχ. άνω γερμ. <i>Kamb</i> «[[χτένι]]»)].
|mltxt=ο (AM [[γόμφος]])<br /><b>1.</b> ξύλινο ή μετάλλινο [[καρφί]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κομμάτι]] ξύλου, [[σφήνα]] που χρησιμοποιείται για τη [[στερέωση]] κινητών [[μερών]] μιας διάταξης<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρφί]] που χρησιμεύει στη [[σύνδεση]] διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο<br /><b>αρχ.</b><br />[[σφήνα]], [[πάσσαλος]] για [[σύνδεση]] σανιδωμάτων πλοίου<br /><b>2.</b> [[κλείδωση]], [[άρθρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γόμφος]] ανάγεται σε <i>ĝombh</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του <i>ĝembh</i>- «[[δαγκώνω]], [[σπάζω]] με τα δόντια» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>jamba</i>- «[[δόντι]]», αρχ. σλαβ. <i>zobŭ</i> «[[δόντι]]», λιθ. <i>žambas</i> «εξέχουσα [[γωνία]]», λετ. <i>zuobs</i> «[[δόντι]]», αρχ. άνω γερμ. <i>Kamb</i> «[[χτένι]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm