ἠπίαλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπίαλος]], ό (Α)<br /><b>1.</b> [[υψηλός]] [[πυρετός]] με ρίγη, με κρυάδες<br /><b>2.</b> το [[ρίγος]] [[πριν]] από την [[εκδήλωση]] του πυρετού<br /><b>3.</b> ο [[ηπιάλης]], ο [[εφιάλτης]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αηδόνων [[ηπίαλος]]» — [[ποιητής]] που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ομ</i>-<i>αλός</i>, <i>αιγι</i>-<i>αλός</i>), [[οπότε]] η λ. χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν με [[σημασία]] «[[γλυκός]], [[ήπιος]] [[πυρετός]]». Η λ. συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το [[εφιάλτης]]. Επίσης δημιουργήθηκε σημασιολογική [[σύγχυση]] με το [[ηπίολος]] «[[πεταλούδα]] του λυχναριού», λόγω της λαϊκής αντιλήψεως, σύμφωνα με την οποία η [[πεταλούδα]] ήταν το ζώο που φέρνει και συμβολίζει τον πυρετό. Η [[σύγχυση]] αυτή επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου: <i>ηπιόλιον</i><br />[[ριγοπυρέτιον]]. Ο τ. [[ηπίολος]], [[τέλος]], αποτελεί πιθ. [[παραλλαγή]] του τ. [[ηπιόλης]], που ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τα σε -<i>ολης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μαιν</i>-<i>όλης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηπιαλώ]], [[ηπιαλώδης]]).
|mltxt=[[ἠπίαλος]], ό (Α)<br /><b>1.</b> [[υψηλός]] [[πυρετός]] με ρίγη, με κρυάδες<br /><b>2.</b> το [[ρίγος]] [[πριν]] από την [[εκδήλωση]] του πυρετού<br /><b>3.</b> ο [[ηπιάλης]], ο [[εφιάλτης]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αηδόνων [[ηπίαλος]]» — [[ποιητής]] που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλος</i> ([[πρβλ]]. <i>ομ</i>-<i>αλός</i>, <i>αιγι</i>-<i>αλός</i>), [[οπότε]] η λ. χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν με [[σημασία]] «[[γλυκός]], [[ήπιος]] [[πυρετός]]». Η λ. συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το [[εφιάλτης]]. Επίσης δημιουργήθηκε σημασιολογική [[σύγχυση]] με το [[ηπίολος]] «[[πεταλούδα]] του λυχναριού», λόγω της λαϊκής αντιλήψεως, σύμφωνα με την οποία η [[πεταλούδα]] ήταν το ζώο που φέρνει και συμβολίζει τον πυρετό. Η [[σύγχυση]] αυτή επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου: <i>ηπιόλιον</i><br />[[ριγοπυρέτιον]]. Ο τ. [[ηπίολος]], [[τέλος]], αποτελεί πιθ. [[παραλλαγή]] του τ. [[ηπιόλης]], που ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τα σε -<i>ολης</i> ([[πρβλ]]. <i>μαιν</i>-<i>όλης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηπιαλώ]], [[ηπιαλώδης]]).
}}
}}
{{lsm
{{lsm