φιλοφρονέομαι: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοφρονέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφιλοφρονησάμην</i> και <i>-φρονήθην</i>· αποθ., ([[φιλόφρων]])·<br /><b class="num">1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με [[φιλοφρόνηση]], [[δείχνω]] [[ευγένεια]], <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[φιλοφρονέομαι]] τῇ δικέλλῃ, [[περιποιούμαι]] κάποιον με το [[χτύπημα]] της δικέλλας, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., <i>φιλοφρονήσασθαί τινι</i>, κάνω [[χάρη]] σε κάποιον, σε Ξεν.· αόρ. αʹ Παθ., <i>φιλοφρονηθῆναι</i>, με αμοιβαία [[έννοια]], δείχνουμε [[φιλοφρόνηση]] ο [[ένας]] στον [[άλλο]], χαιρετίζουμε ο [[ένας]] τον [[άλλο]], στον ίδ.· ομοίως, <i>φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους</i>.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., είμαι σε ήρεμη, εύθυμη [[διάθεση]], στον ίδ.
|lsmtext='''φῐλοφρονέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφιλοφρονησάμην</i> και <i>-φρονήθην</i>· αποθ., ([[φιλόφρων]])·<br /><b class="num">1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με [[φιλοφρόνηση]], [[δείχνω]] [[ευγένεια]], <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[φιλοφρονέομαι]] τῇ δικέλλῃ, [[περιποιούμαι]] κάποιον με το [[χτύπημα]] της δικέλλας, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., <i>φιλοφρονήσασθαί τινι</i>, κάνω [[χάρη]] σε κάποιον, σε Ξεν.· αόρ. αʹ Παθ., <i>φιλοφρονηθῆναι</i>, με αμοιβαία [[έννοια]], δείχνουμε [[φιλοφρόνηση]] ο [[ένας]] στον [[άλλο]], χαιρετίζουμε ο [[ένας]] τον [[άλλο]], στον ίδ.· ομοίως, <i>φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους</i>.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., είμαι σε ήρεμη, εύθυμη [[διάθεση]], στον ίδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[φιλοφρονῶ]], [[φιλοφρονέω]], ΝΜΑ [[φιλόφρων]], -<i>ονος</i>]<br />φέρομαι με [[φιλοφροσύνη]], με [[ευγένεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[δείχνω]] [[φιλοφροσύνη]] σε κάποιον («ὁ δὲ Κῡρος ἰδὼν αὐτὸν [[ἄλλο]] μὲν οὐδὲν ἐφιλοφρονήσατο αὐτῷ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ευφραίνω]], [[ευχαριστώ]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[ευδιάθετος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φιλοφρονοῦμαι]] θυμῷ» — [[πράττω]], [[ενεργώ]] [[κατά]] [[βούληση]] άλλου (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[φιλοφρονοῦμαι]] ἤθη [[κακά]]» — [[ενστερνίζομαι]] [[κακά]] ήθη (<b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru