3,273,006
edits
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> υψηλό και οχυρό [[οικοδόμημα]] ή [[παράρτημα]] οικοδομήματος αποτελούμενο από περισσότερους του ενός ορόφους, και χαρακτηριζόμενο από περιορισμένη οριζόντια [[επιφάνεια]] και από ύψος [[σαφώς]] μεγαλύτερο από το [[πλάτος]], το οποίο στο [[παρελθόν]] χρησίμευε [[κυρίως]] για [[άμυνα]], [[αλλά]] αργότερα και για ασφαλή [[διαμονή]] τών ιδιοκτητών του, κν. [[κάστρο]], [[καστέλο]] (α. «[[πρέπει]] να κρέμονται [[ψηλά]] σ' αραχνιασμένο πύργο», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «ἐν | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> υψηλό και οχυρό [[οικοδόμημα]] ή [[παράρτημα]] οικοδομήματος αποτελούμενο από περισσότερους του ενός ορόφους, και χαρακτηριζόμενο από περιορισμένη οριζόντια [[επιφάνεια]] και από ύψος [[σαφώς]] μεγαλύτερο από το [[πλάτος]], το οποίο στο [[παρελθόν]] χρησίμευε [[κυρίως]] για [[άμυνα]], [[αλλά]] αργότερα και για ασφαλή [[διαμονή]] τών ιδιοκτητών του, κν. [[κάστρο]], [[καστέλο]] (α. «[[πρέπει]] να κρέμονται [[ψηλά]] σ' αραχνιασμένο πύργο», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «ἐν τοῖς πύργοις τῶν τειχῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ισχυρή [[υπεράσπιση]] ή [[δυνατός]] [[προστάτης]] (α. «τὸν πύργον τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Δύσεως τὸ [[δόρυ]]», Πρόδρ.<br />β. «τοῑος... [[σφιν]] [[πύργος]] ἀπώλεο», δηλ. ο Αίαντας, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (στον εν. και στον πληθ.) τείχη ή επάλξεις [[πόλεων]] («[[πέριξ]] δὲ [[πύργος]] εἶχ' ἔτι πτόλιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (στη χριστιανική λατρευτική αρχιτ.) το [[κωδωνοστάσιο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ο Πύργος της Βαβέλ» — [[πύργος]] πιθανότατα κτισμένος σε ογκώδη τετράγωνη [[βάση]] πλευράς 90 μέτρων, [[πάνω]] από την οποία ανελισσόταν σπειροειδές [[ζιγκουράτ]] που κατέληγε σε ναό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ υψηλό [[οικοδόμημα]] του οποίου η [[κορυφή]] υπερέχει όλων τών κτισμάτων που βρίσκονται [[γύρω]] από αυτό και [[είναι]] θεατή από [[μεγάλη]] [[απόσταση]] («ο [[πύργος]] της Πίζας»)<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[πυργωτό]] θωρακισμένο υπερκατασκεύασμα του πολεμικού πλοίου, [[μέσα]] στο οποίο [[είναι]] εγκατεστημένα τα κύρια πυροβόλα του, [[καθώς]] και το προσωπικό που διευθύνει τη [[βολή]]<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> αμυντικό οχυρό [[οικοδόμημα]] που [[είτε]] [[είναι]] ενσωματωμένο με [[σύστημα]] οχύρωσης, [[είτε]] [[είναι]] μεμονωμένο και το οποίο αποτέλεσε ουσιώδες συστατικό της οχυρωτικής [[μέχρι]] την [[ανακάλυψη]] της μεταλλικής σφαίρας τον 16ο αιώνα<br /><b>4.</b> το υψηλότερο [[διαμέρισμα]] οικίας με [[μορφή]] πυργίσκου<br /><b>5.</b> [[πυργοειδής]] και [[βασικός]] [[πεσσός]] του σκακιού<br /><b>6.</b> υπερπολυτελές πολυώροφο [[κτίσμα]] («ο [[πύργος]] της Αθήνας»)<br /><b>7.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) α) μεμονωμένο και [[συνήθως]] πολυτελές και ψηλό εξοχικό [[μέγαρο]], [[έπαυλη]], [[βίλα]] («η νησιωτοπούλα κάθεται σε μαρμαρένιον πύργο», Κρυστ.)<br />β) [[ψηλός]] [[τοίχος]] («[[εκεί]] όπου στέκει ο [[πύργος]]», <b>Σολωμ.</b>)<br />γ) [[σωρός]] σε [[σχήμα]] πύργου<br /><b>8.</b> <b>(γεωμορφ.)</b> επιφανειακές βραχώδεις μάζες με διακλάσεις και κατακερματισμένα ρηξιτεμάχη που ξεπερνούν σε ύψος τα 15 [[μέτρα]] και υπέρκεινται ενός αναλλοίωτου υποβάθρου<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ισχυρός]], [[ακλόνητος]] («σαν [[πύργος]] ήτο [[δυνατός]] εις το φαρίν [[απάνω]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πύργος]] ελέγχου»<br /><b>(αερον.)</b> ψηλό πυργοειδές [[οικοδόμημα]] που στεγάζει, σε [[κάθε]] [[αεροδρόμιο]], την επιφορτισμένη με τον τοπικό έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας [[υπηρεσία]], [[καθώς]] και τα σχετικά όργανα<br />β) «[[χάρτινος]] [[πύργος]]» — λέγεται για φαινόμενα και καταστάσεις τών οποίων κύριο χαρακτηριστικό [[είναι]] η [[αστάθεια]], ο [[εφήμερος]] [[βίος]] και η απότομη [[εξαφάνιση]] («κατέρρευσε σαν [[χάρτινος]] [[πύργος]]»)<br />γ) «κλείνομαι σε γυάλινο πύργο» — λέγεται [[συνήθως]] για να χαρακτηρίσει την εθελούσια [[απομόνωση]] από τον κοινωνικό [[περίγυρο]] ενός ατόμου, [[ιδίως]] διανοητή ή καλλιτέχνη, ο [[οποίος]] εθελοτυφλεί [[έναντι]] τών όσων συμβαίνουν [[γύρω]] του, [[μακάριος]] [[μέσα]] στην αυταρέσκειά του<br /> | ||
|(νεοελλ.-μσν.) πυργωτή [[κατοικία]] φεουδάρχη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>εκκλ.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] της Εκκλησίας στο σύνολό της ως οχυρού της ανθρωπότητας, ως πύργου της οικουμένης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ψηλή [[τροχήλατος]] πολιορκητική [[μηχανή]] με την οποία ανέβαιναν στα τείχη πολιορκούμενης πόλης<br /><b>2.</b> μικρή ξύλινη υπερυψωμένη [[κατασκευή]] στη [[ράχη]] τών πολεμικών ελεφάντων<br /><b>3.</b> πολύ ψηλό [[διαμέρισμα]] οικίας, [[πιθανώς]] ιδιαίτερο [[οικοδόμημα]] στο οποίο διέμεναν και εργάζονταν οι γυναίκες, [[ιδίως]] οι ανύπαντρες («αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ πύργῳ [[ἦσαν]], [[οὗπερ]] διαιτῶνται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> η [[καλύβα]] του Τίμωνος του μισανθρώπου<br /><b>5.</b> [[τμήμα]] στρατιάς σε πυκνή [[παράταξη]] («[[πύργος]] Ἀχαιῶν [[ἄλλος]] ἐπελθὼν Τρώων ὁρμήσειε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> πυργοειδές [[οικοδόμημα]] σε ιδιωτικά αγροκτήματα για [[επιθεώρηση]] του κτήματος ή και για γεωργικές ή άλλες εργασίες («[[πύργος]] ἐν ᾧ βαφεῑον καὶ ἕτερα χρηστήρια», πάπ.)<br /><b>7.</b> [[θήκη]] κύβων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «Ζανὸς [[πύργος]]» — πυθαγόρεια [[ονομασία]] του κεντρικού [[πυρός]] του σύμπαντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο [[οποίος]], [[κατά]] μία [[άποψη]], εισήλθε στην Ελληνική από τη Γερμανική (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>baurgs</i> «[[πύργος]], [[φρούριο]], [[πόλη]]», γερμ. <i>Burg</i> «[[πύργος]], [[φρούριο]]») πιθ. μέσω κάποιας βαλκανικής γλώσσας. Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], πρόκειται για λ. του προελληνικού πελασγικού υποστρώματος. Εξάλλου, έχει υποστηριχθεί ότι η λ. [[πύργος]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>bhrgh</i>-<i>o</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>bhergh</i>- «[[ψηλά]]», στην οποία [[πρέπει]] να αναχθεί και το όν. [[Πέργαμος]] (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Berg</i> «[[βουνό]]», ΙΕ <i>bherghos</i> «[[βουνό]]»), [[καθώς]] και οι τ. του <b>Ησύχ.</b> [[φύρκος]]<br />[[τεῖχος]] και <i>φ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ο</i>><i>ύρκορ</i><br />[[ὀχύρωμα]]. Κατά τους υποστηρικτές της άποψης οι τύποι αυτοί προέρχονται από κάποια ΙΕ [[γλώσσα]] της Μικράς Ασίας (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>parku</i>- «[[ψηλός]]», <i>parkeššar</i> «ύψος»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πυργίδιο]](<i>ν</i>), <i>πυργί</i>(<i>ον</i>), [[πυργίσκος]], [[πυργίτης]], [[πυργώδης]], [[πυργώ]](<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυργαλίδαι]], [[πύργειος]], [[πυργία]], [[πύργινος]], [[πυργίς]], [[πύργιτρον]], [[πυργούχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πυργηδόν]], [[πυργήρης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πυργόεις]], [[πυργόθεν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πυργόβαρις]] (-<i>ις</i>), [[πυργοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυργοδάϊκτος]], [[πυργοδώματα]], [[πυργοκέρατα]], [[πυργομαγδώλ]], [[πυργομάχος]], [[πυργομαχώ]], [[πυργοσείστης]], [[πυργοσκάφος]], [[πυργοφόρος]], <i>πύργοφύλαξ</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πυργοδόμος]], [[πυργοποιΐα]], [[πυργοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πυργοδόμημα]], [[πυργοδρόμος]], [[πυργοκάστελλον]], [[πυργοκράτεια]], [[πυργοκτίστης]], [[πυργοφύλακτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πυργοδέσποινα]], [[πυργοδεσπότης]], [[πυργοκεφαλία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αντίπυργος]], [[άπυργος]], [[επτάπυργος]], [[εύπυργος]], [[ισόπυργος]], [[καλλίπυργος]], [[πολύπυργος]], [[πρόπυργος]], [[τειχόπυργος]], [[τρίπυργος]], [[υψίπυργος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακρόπυργος]], <i>καστρόπυργος</i>]. | |(νεοελλ.-μσν.) πυργωτή [[κατοικία]] φεουδάρχη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>εκκλ.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] της Εκκλησίας στο σύνολό της ως οχυρού της ανθρωπότητας, ως πύργου της οικουμένης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ψηλή [[τροχήλατος]] πολιορκητική [[μηχανή]] με την οποία ανέβαιναν στα τείχη πολιορκούμενης πόλης<br /><b>2.</b> μικρή ξύλινη υπερυψωμένη [[κατασκευή]] στη [[ράχη]] τών πολεμικών ελεφάντων<br /><b>3.</b> πολύ ψηλό [[διαμέρισμα]] οικίας, [[πιθανώς]] ιδιαίτερο [[οικοδόμημα]] στο οποίο διέμεναν και εργάζονταν οι γυναίκες, [[ιδίως]] οι ανύπαντρες («αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ πύργῳ [[ἦσαν]], [[οὗπερ]] διαιτῶνται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> η [[καλύβα]] του Τίμωνος του μισανθρώπου<br /><b>5.</b> [[τμήμα]] στρατιάς σε πυκνή [[παράταξη]] («[[πύργος]] Ἀχαιῶν [[ἄλλος]] ἐπελθὼν Τρώων ὁρμήσειε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> πυργοειδές [[οικοδόμημα]] σε ιδιωτικά αγροκτήματα για [[επιθεώρηση]] του κτήματος ή και για γεωργικές ή άλλες εργασίες («[[πύργος]] ἐν ᾧ βαφεῑον καὶ ἕτερα χρηστήρια», πάπ.)<br /><b>7.</b> [[θήκη]] κύβων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «Ζανὸς [[πύργος]]» — πυθαγόρεια [[ονομασία]] του κεντρικού [[πυρός]] του σύμπαντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο [[οποίος]], [[κατά]] μία [[άποψη]], εισήλθε στην Ελληνική από τη Γερμανική (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>baurgs</i> «[[πύργος]], [[φρούριο]], [[πόλη]]», γερμ. <i>Burg</i> «[[πύργος]], [[φρούριο]]») πιθ. μέσω κάποιας βαλκανικής γλώσσας. Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], πρόκειται για λ. του προελληνικού πελασγικού υποστρώματος. Εξάλλου, έχει υποστηριχθεί ότι η λ. [[πύργος]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>bhrgh</i>-<i>o</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>bhergh</i>- «[[ψηλά]]», στην οποία [[πρέπει]] να αναχθεί και το όν. [[Πέργαμος]] (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Berg</i> «[[βουνό]]», ΙΕ <i>bherghos</i> «[[βουνό]]»), [[καθώς]] και οι τ. του <b>Ησύχ.</b> [[φύρκος]]<br />[[τεῖχος]] και <i>φ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ο</i>><i>ύρκορ</i><br />[[ὀχύρωμα]]. Κατά τους υποστηρικτές της άποψης οι τύποι αυτοί προέρχονται από κάποια ΙΕ [[γλώσσα]] της Μικράς Ασίας (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>parku</i>- «[[ψηλός]]», <i>parkeššar</i> «ύψος»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πυργίδιο]](<i>ν</i>), <i>πυργί</i>(<i>ον</i>), [[πυργίσκος]], [[πυργίτης]], [[πυργώδης]], [[πυργώ]](<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυργαλίδαι]], [[πύργειος]], [[πυργία]], [[πύργινος]], [[πυργίς]], [[πύργιτρον]], [[πυργούχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πυργηδόν]], [[πυργήρης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πυργόεις]], [[πυργόθεν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πυργόβαρις]] (-<i>ις</i>), [[πυργοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυργοδάϊκτος]], [[πυργοδώματα]], [[πυργοκέρατα]], [[πυργομαγδώλ]], [[πυργομάχος]], [[πυργομαχώ]], [[πυργοσείστης]], [[πυργοσκάφος]], [[πυργοφόρος]], <i>πύργοφύλαξ</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πυργοδόμος]], [[πυργοποιΐα]], [[πυργοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πυργοδόμημα]], [[πυργοδρόμος]], [[πυργοκάστελλον]], [[πυργοκράτεια]], [[πυργοκτίστης]], [[πυργοφύλακτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πυργοδέσποινα]], [[πυργοδεσπότης]], [[πυργοκεφαλία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αντίπυργος]], [[άπυργος]], [[επτάπυργος]], [[εύπυργος]], [[ισόπυργος]], [[καλλίπυργος]], [[πολύπυργος]], [[πρόπυργος]], [[τειχόπυργος]], [[τρίπυργος]], [[υψίπυργος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακρόπυργος]], <i>καστρόπυργος</i>]. | ||
}} | }} |