ἕκαστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕκαστος''': -η, -ον, καθείς, καθένας, Λατ. quisque, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὁλότητα, Ὁμ., κλ.· ὁ ἑνικὸς [[συχνάκις]] συνάπτεται [[μετὰ]] πληθ. ῥήματος, ἔβαν οἰκόνδε [[ἕκαστος]] Ἰλ. Α. 606· δεδμήμεσθα [[ἕκαστος]] Ε. 878· καὶ παρ’ Ἀττ., [[ἕκαστος]] ἐπίστασθε Ξεν. Συμπ. 3, 3, Ἡρόδ. 3. 158, Ἀριστοφ. Πλ. 785, Πλάτ. Γοργ. 503Ε, Πρωτ. 327Ε, κτλ.· τὸ ἑνικὸν τίθεται [[ὡσαύτως]] ἐκ παραλλήλου [[μετὰ]] πληθ. ὀνόματος ἢ ἀντων. ([[ἅπερ]] ἐκφράζουσι τὸ ὅλον καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] τεθειμένα κατὰ γενικήν, τοῦτο δ’ ὀνομάζεται ἐν τῇ γραμματικῇ «[[σχῆμα]] καθ’ ὅλον καὶ [[μέρος]]»), ὡς Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε [[τρόμος]] (ἀντὶ Τρώων ἕκαστον), [[φόβος]] κατέβαλεν ἕκαστον τῶν Τρώων, Ἰλ. Η. 215, πρβλ. 175. 185· ὔμμι... ἑκάστῳ Ο. 109· αἱ δὲ γυναῖκες... θαύμαζον... ἑκάστη Σ. 496, κτλ.· Περσίδες δ’... ἑκάστα... λείπεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 136· αἱ ἄλλαι πᾶσαι τέχναι τὸ αὑτῆς ἑκάστη [[ἔργον]] ἐργάζεται Πλάτ. Πολ. 346Ε, πρβλ. Γοργ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - [[ὅστις]] [[ἕκαστος]], πᾶς [[ὅστις]]..., Ἡσ. Θ. 459. 2) τὸ ἄρθρον [[ἐνίοτε]] προστίθεται εἰς τὸ οὐσιαστικὸν πρὸς τὸ ὁποῖον συμφωνεῖ τὸ [[ἕκαστος]], ὅτε συνήθως τὸ [[ἕκαστος]] προτάσσεται, καθ’ ἑκ. τὴν ἡμέραν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἰσοκρ. 277Α· περὶ ἑκ. τῆς τέχνης Πλάτ. Φαῖδρ. 274Ε· [[ὅταν]] δὲ ἐπιτάσσηται τὸ [[ἕκαστος]] [[εἶναι]] ἧττον ἐμφατικόν, κατὰ τὸν ὁπλίτην ἕκαστον Θουκ. 5. 49· κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην ὁ αὐτ. 6. 63, κ. ἀλλ. ΙΙ. κατὰ πληθ., εἰς [[ἕκαστος]] πάντων, πολλὸν γὰρ [[οἶνον]] ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἕκαστοι ἠφύσαμεν Ὀδ. Ι. 164, Ἰλ. Α. 550, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 1. 169, Αἰσχύλ. Πρ. 491, Ἱκ. 932, Πλάτ. Πρωτ. 315C, κ. ἀλλ.· οἷστισιν ἑκάστοις ὁ αὐτ. Νόμ. 799Α. ΙΙΙ. ἡ [[ἰδέα]] τοῦ ἐπιμερισμοῦ ἢ τῆς ἀτομικότητος ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ἐκφέρεται ὁριστικώτερον τῇ προσθήκῃ ἑτέρων ἀντωνυμ., [[οἷον]], εἷς [[ἕκαστος]], Λατ. unusquisque, (ἴδε ἐν λ. εἷς)· εἶς γάρ τις ἦν [[ἕκαστος]] οὑξειργασμένος Σοφ. Ἀντ. 262· ἕκαστός τις Πινδ. Ν. 4. 150, Θουκ. 3. 45, κλ.· αὐτὸς ἕκ. Ἡρόδ. 5. 13, κτλ.· αὔθ’ ἕκαστα, ἅπαντα ἐν λεπτομερείᾳ ἀκριβεῖ, Αἰσχύλ. Πρ. 950· πρβλ. [[αὐθέκαστος]]. 2) [[μετὰ]] προθέσεων, ἰδίως [[μετὰ]] τῆς κατά, καθ’ ἕκαστον, ἰδιαιτέρως, χωριστά, μόνον, Λατ. singulatim, Πλάτ. κλ.· καθ’ ἕκ. καὶ ξύμπαντα ὁ αὐτ. Σοφ. 259Β· τὰ καθ’ ἕκαστον, Ἀριστ. Πολ. 2, 8, 22, κ. ἀλλ.· παρ’ ἕκαστον παρ’ ἕκαστα, ἐν ἑκάστῃ περιπτώσει, Πολύβ. 4. 82, 5., 3. 57, 4, κτλ. 3) ὡς ἕκαστοι, [[ἕκαστος]] καθ’ ἑαυτόν, Πινδ. ΙΙ. 9. 174, Ἡρόδ. 6. 79, Θουκ. 1. 15, κτλ.· καὶ καθ’ ἑνικ., τῶν δὲ ὡς ἑκάστῳ θύειν θέλει Ἡρόδ. 1. 132· οὐχ ὡς [[ἕκαστος]], ἀλλὰ πάντες Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 26. IV. παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ [[ἑκάτερος]], Διον. Ἁλ. 3. 2, κτλ. (Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἑ- ἐν ταῖς λέξεσιν ἑκάτερος, ἕκαστος παριστάνει τὸ εἷς, ἕν, ὡς τὸ πρῶτον [[μέρος]] τοῦ Σανσκρ. ê-kateras, ê-katamus παριστάνει τὸ ê-ka (εἷς)· τὰ δεύτερα μέρη τῶν λέξεων τούτων -κάτερος, -καστος, δύναται νὰ παραβληθῶσι πρὸς τὰ πέτερος, [[πόστος]] (Ἰων. κότερος, [[κόστος]]), καὶ πρὸς τὰ Σανσκρ. kataras (uter ? [[πότερος]];), katamas (τίς ἐκ τῶν πολλῶν;) ἴδε ἐν λ. *πος· - φέρουσι δὲ [[ταῦτα]] τὸν τύπον συγκρ. καὶ ὑπερθ., πρβλ. πρό, [[πρότερος]], πρῶτος. Ἐν Κρητικῇ Ἐπιγρ. (Hell. J. 13. σ. 66) ἀπαντᾷ γεγραμμένον Fέκαστος).
|lstext='''ἕκαστος''': -η, -ον, καθείς, καθένας, Λατ. quisque, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὁλότητα, Ὁμ., κλ.· ὁ ἑνικὸς [[συχνάκις]] συνάπτεται μετὰ πληθ. ῥήματος, ἔβαν οἰκόνδε [[ἕκαστος]] Ἰλ. Α. 606· δεδμήμεσθα [[ἕκαστος]] Ε. 878· καὶ παρ’ Ἀττ., [[ἕκαστος]] ἐπίστασθε Ξεν. Συμπ. 3, 3, Ἡρόδ. 3. 158, Ἀριστοφ. Πλ. 785, Πλάτ. Γοργ. 503Ε, Πρωτ. 327Ε, κτλ.· τὸ ἑνικὸν τίθεται [[ὡσαύτως]] ἐκ παραλλήλου μετὰ πληθ. ὀνόματος ἢ ἀντων. ([[ἅπερ]] ἐκφράζουσι τὸ ὅλον καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] τεθειμένα κατὰ γενικήν, τοῦτο δ’ ὀνομάζεται ἐν τῇ γραμματικῇ «[[σχῆμα]] καθ’ ὅλον καὶ [[μέρος]]»), ὡς Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε [[τρόμος]] (ἀντὶ Τρώων ἕκαστον), [[φόβος]] κατέβαλεν ἕκαστον τῶν Τρώων, Ἰλ. Η. 215, πρβλ. 175. 185· ὔμμι... ἑκάστῳ Ο. 109· αἱ δὲ γυναῖκες... θαύμαζον... ἑκάστη Σ. 496, κτλ.· Περσίδες δ’... ἑκάστα... λείπεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 136· αἱ ἄλλαι πᾶσαι τέχναι τὸ αὑτῆς ἑκάστη [[ἔργον]] ἐργάζεται Πλάτ. Πολ. 346Ε, πρβλ. Γοργ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - [[ὅστις]] [[ἕκαστος]], πᾶς [[ὅστις]]..., Ἡσ. Θ. 459. 2) τὸ ἄρθρον [[ἐνίοτε]] προστίθεται εἰς τὸ οὐσιαστικὸν πρὸς τὸ ὁποῖον συμφωνεῖ τὸ [[ἕκαστος]], ὅτε συνήθως τὸ [[ἕκαστος]] προτάσσεται, καθ’ ἑκ. τὴν ἡμέραν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἰσοκρ. 277Α· περὶ ἑκ. τῆς τέχνης Πλάτ. Φαῖδρ. 274Ε· [[ὅταν]] δὲ ἐπιτάσσηται τὸ [[ἕκαστος]] [[εἶναι]] ἧττον ἐμφατικόν, κατὰ τὸν ὁπλίτην ἕκαστον Θουκ. 5. 49· κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην ὁ αὐτ. 6. 63, κ. ἀλλ. ΙΙ. κατὰ πληθ., εἰς [[ἕκαστος]] πάντων, πολλὸν γὰρ [[οἶνον]] ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἕκαστοι ἠφύσαμεν Ὀδ. Ι. 164, Ἰλ. Α. 550, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 1. 169, Αἰσχύλ. Πρ. 491, Ἱκ. 932, Πλάτ. Πρωτ. 315C, κ. ἀλλ.· οἷστισιν ἑκάστοις ὁ αὐτ. Νόμ. 799Α. ΙΙΙ. ἡ [[ἰδέα]] τοῦ ἐπιμερισμοῦ ἢ τῆς ἀτομικότητος ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ἐκφέρεται ὁριστικώτερον τῇ προσθήκῃ ἑτέρων ἀντωνυμ., [[οἷον]], εἷς [[ἕκαστος]], Λατ. unusquisque, (ἴδε ἐν λ. εἷς)· εἶς γάρ τις ἦν [[ἕκαστος]] οὑξειργασμένος Σοφ. Ἀντ. 262· ἕκαστός τις Πινδ. Ν. 4. 150, Θουκ. 3. 45, κλ.· αὐτὸς ἕκ. Ἡρόδ. 5. 13, κτλ.· αὔθ’ ἕκαστα, ἅπαντα ἐν λεπτομερείᾳ ἀκριβεῖ, Αἰσχύλ. Πρ. 950· πρβλ. [[αὐθέκαστος]]. 2) μετὰ προθέσεων, ἰδίως μετὰ τῆς κατά, καθ’ ἕκαστον, ἰδιαιτέρως, χωριστά, μόνον, Λατ. singulatim, Πλάτ. κλ.· καθ’ ἕκ. καὶ ξύμπαντα ὁ αὐτ. Σοφ. 259Β· τὰ καθ’ ἕκαστον, Ἀριστ. Πολ. 2, 8, 22, κ. ἀλλ.· παρ’ ἕκαστον παρ’ ἕκαστα, ἐν ἑκάστῃ περιπτώσει, Πολύβ. 4. 82, 5., 3. 57, 4, κτλ. 3) ὡς ἕκαστοι, [[ἕκαστος]] καθ’ ἑαυτόν, Πινδ. ΙΙ. 9. 174, Ἡρόδ. 6. 79, Θουκ. 1. 15, κτλ.· καὶ καθ’ ἑνικ., τῶν δὲ ὡς ἑκάστῳ θύειν θέλει Ἡρόδ. 1. 132· οὐχ ὡς [[ἕκαστος]], ἀλλὰ πάντες Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 26. IV. παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ [[ἑκάτερος]], Διον. Ἁλ. 3. 2, κτλ. (Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἑ- ἐν ταῖς λέξεσιν ἑκάτερος, ἕκαστος παριστάνει τὸ εἷς, ἕν, ὡς τὸ πρῶτον [[μέρος]] τοῦ Σανσκρ. ê-kateras, ê-katamus παριστάνει τὸ ê-ka (εἷς)· τὰ δεύτερα μέρη τῶν λέξεων τούτων -κάτερος, -καστος, δύναται νὰ παραβληθῶσι πρὸς τὰ πέτερος, [[πόστος]] (Ἰων. κότερος, [[κόστος]]), καὶ πρὸς τὰ Σανσκρ. kataras (uter ? [[πότερος]];), katamas (τίς ἐκ τῶν πολλῶν;) ἴδε ἐν λ. *πος· - φέρουσι δὲ [[ταῦτα]] τὸν τύπον συγκρ. καὶ ὑπερθ., πρβλ. πρό, [[πρότερος]], πρῶτος. Ἐν Κρητικῇ Ἐπιγρ. (Hell. J. 13. σ. 66) ἀπαντᾷ γεγραμμένον Fέκαστος).
}}
}}
{{bailly
{{bailly