hellebore: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 18: Line 18:


Από τα ένδεκα είδη ελλέβορου που υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα φυτρώνει μόνο ο Ελλέβορος ο [[κυκλόφυλλος]] ([[Helleborus cyclophyllus]]). Τον βρίσκουμε στα ξέφωτα των ορεινών δασών, τα άνθη του έχουν χρώμα ανοιχτό κιτρινοπράσινο και εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη, μετά το λιώσιμο των χιονιών. Είναι κοινά γνωστός ως Σκάρφι, Κάρπη, Καρπί κ.ά.
Από τα ένδεκα είδη ελλέβορου που υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα φυτρώνει μόνο ο Ελλέβορος ο [[κυκλόφυλλος]] ([[Helleborus cyclophyllus]]). Τον βρίσκουμε στα ξέφωτα των ορεινών δασών, τα άνθη του έχουν χρώμα ανοιχτό κιτρινοπράσινο και εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη, μετά το λιώσιμο των χιονιών. Είναι κοινά γνωστός ως Σκάρφι, Κάρπη, Καρπί κ.ά.
==Translations==
ar: خربق; azb: شاختاگۆلو; az: şaxtagülü; be: чэмер; bg: кукуряк; bs: kukurijeci; ca: el·lèbor; cdo: là̤-lù; ceb: helleborus; co: helleborus; cs: čemeřice; cy: crafanc-yr-arth y grawys; da: nyserod; de: Nieswurz; dsb: kichac; en: hellebore; eo: heleboro; et: lumeroos; fa: خربق; fi: jouluruusut; ga: eileabar; hr: kukurijek; hsb: čemjerca; hu: hunyor; hy: ղանձլամեր; io: heleboro; it: helleborus; ja: ヘレボルス; ka: ხარისძირა; la: helleborus; lt: eleboras; nl: nieskruid; nn: julerose; ny: hellebore; os: галгæрдæг; pl: ciemiernik; ro: spânz; ru: морозник; sh: kukurijek; simple: hellebore; sl: teloh; sr: кукурек; sv: julrossläktet; th: hellebore; tr: helleborus; uk: чемерник; vi: helleborus; zh_yue: 聖誕玫瑰屬; zh: 鐵筷子屬
Arabic: خَرْبَق‎; Aramaic Classical Syriac: ܚܘܪܒܟܢܐ‎; Armenian: ղանձլամեր, եղեբորոս; Bulgarian: кукуряк; Catalan: el·lèbor; Chinese Mandarin: 鹿食草, 鐵筷子, 铁筷子, 嚏根草; Czech: čemeřice; Erzya: теште; Esperanto: heleboro; Finnish: jouluruusu; French: hellébore, ellébore; German: Nieswurz, Schneerose, Christrose; Greek: ελλέβορος; Ancient Greek: ἑλλέβορος; Ido: heleboro; Irish: eileabar; Italian: elleboro; Kazakh: аязшөп; Polish: ciemiernik; Portuguese: heléboro; Romanian: elebor, spânz, cucurig; Russian: чемери́ца; Spanish: eléboro; Swedish: julros

Revision as of 10:58, 20 March 2021

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for hellebore - Opens in new window

substantive

Ar. and P. ἑλλέβορος, ὁ.

why don't you dose yourself with hellebore: P. τί σαυτὸν οὐχ ἑλλεβορίζεις (Dem. 268).

Wikipedia EN

Commonly known as hellebores (/ˈhɛlɪbɔːrz/), the Eurasian genus Helleborus consists of approximately 20 species of herbaceous or evergreen perennial flowering plants in the buttercup family Ranunculaceae, within which it gave its name to the tribe of Helleboreae. Despite names such as "winter rose", "Christmas rose" and "Lenten rose", hellebores are not closely related to the rose family (Rosaceae). Many hellebore species are poisonous.

Veratrum album, the false helleborine, white hellebore, European white hellebore, or white veratrum (syn. Veratrum lobelianum Bernh.) is a poisonous plant in the family Melanthiaceae. It is native to Europe and parts of western Asia (western Siberia, Turkey, Caucasus).

Helleborus cyclophyllus is a flowering perennial plant in the family Ranunculaceae. It is native to Albania, Bulgaria, Greece, and Yugoslavia. It is similar in appearance to other hellebores found in the Balkan region. It is acaulescent, meaning it lacks a stem with leaves, instead sending up a leafless flower stalk. The green leaves are palmate and basal, spreading at the ground. The flowers are green to yellow-green and 2 to 3 inches in diameter.

Wikipedia EL

Το Βέρατρον το λευκόν, ο Ελλέβορος ο λευκός (Veratrum album), γνωστός και ως ψευδής ελλεβορίνη (false helleborine), Ευρωπαϊκός λευκός ελλέβορος (European white hellebore) ή κατά τους Γεννάδιο και Καββαδά είναι ο λευκός ελλέβορος (white veratrum) του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη· συν. Veratrum lobelianum Bernh., είναι δηλητηριώδες φαρμακευτικό φυτό των Λειριίδων (ή Λιλιίδων) (Liliaceae) (οικογένεια κρίνου) ή Melanthiaceae. Απαντά σε ορεινά μέρη της Ελλάδας, όπου καλείται κοινώς στερόγιαννι. Είναι εγγενές στην Ευρώπη και σε τμήματα της δυτικής Ασίας (δυτική Σιβηρία, την Τουρκία και στον Καύκασο).

Από τα ένδεκα είδη ελλέβορου που υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα φυτρώνει μόνο ο Ελλέβορος ο κυκλόφυλλος (Helleborus cyclophyllus). Τον βρίσκουμε στα ξέφωτα των ορεινών δασών, τα άνθη του έχουν χρώμα ανοιχτό κιτρινοπράσινο και εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη, μετά το λιώσιμο των χιονιών. Είναι κοινά γνωστός ως Σκάρφι, Κάρπη, Καρπί κ.ά.

Translations

ar: خربق; azb: شاختاگۆلو; az: şaxtagülü; be: чэмер; bg: кукуряк; bs: kukurijeci; ca: el·lèbor; cdo: là̤-lù; ceb: helleborus; co: helleborus; cs: čemeřice; cy: crafanc-yr-arth y grawys; da: nyserod; de: Nieswurz; dsb: kichac; en: hellebore; eo: heleboro; et: lumeroos; fa: خربق; fi: jouluruusut; ga: eileabar; hr: kukurijek; hsb: čemjerca; hu: hunyor; hy: ղանձլամեր; io: heleboro; it: helleborus; ja: ヘレボルス; ka: ხარისძირა; la: helleborus; lt: eleboras; nl: nieskruid; nn: julerose; ny: hellebore; os: галгæрдæг; pl: ciemiernik; ro: spânz; ru: морозник; sh: kukurijek; simple: hellebore; sl: teloh; sr: кукурек; sv: julrossläktet; th: hellebore; tr: helleborus; uk: чемерник; vi: helleborus; zh_yue: 聖誕玫瑰屬; zh: 鐵筷子屬

Arabic: خَرْبَق‎; Aramaic Classical Syriac: ܚܘܪܒܟܢܐ‎; Armenian: ղանձլամեր, եղեբորոս; Bulgarian: кукуряк; Catalan: el·lèbor; Chinese Mandarin: 鹿食草, 鐵筷子, 铁筷子, 嚏根草; Czech: čemeřice; Erzya: теште; Esperanto: heleboro; Finnish: jouluruusu; French: hellébore, ellébore; German: Nieswurz, Schneerose, Christrose; Greek: ελλέβορος; Ancient Greek: ἑλλέβορος; Ido: heleboro; Irish: eileabar; Italian: elleboro; Kazakh: аязшөп; Polish: ciemiernik; Portuguese: heléboro; Romanian: elebor, spânz, cucurig; Russian: чемери́ца; Spanish: eléboro; Swedish: julros