προσκοπώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, Α [[σκοπῶ]]<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]], [[στοχάζομαι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]] καλά εκ τών προτέρων («[[πάντα]] | |mltxt=-έω, Α [[σκοπῶ]]<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]], [[στοχάζομαι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]] καλά εκ τών προτέρων («[[πάντα]] προσκοπεῖν ὅσα λέγει τις ἢ πράσσει τις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προβλέπω]]<br /><b>4.</b> [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]] («μὴ παθεῖν μᾱλλον προυσκόπουν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παρακολουθώ]] ως [[πρόσκοπος]], [[ανιχνευτής]], [[κατοπτεύω]] («ἐγὼ δ' Ἰὼν προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προτιμώ]] («πατρὸς δωμάτων προὐσκεψάμην τοὐμὸν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκοποῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />εξετάζομαι ή καθορίζομαι εκ τών προτέρων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «προσκοπῶ εἴς τι» — [[προνοώ]] για [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
-έω, Α σκοπῶ
1. παρατηρώ, στοχάζομαι εκ τών προτέρων
2. εξετάζω καλά εκ τών προτέρων («πάντα προσκοπεῖν ὅσα λέγει τις ἢ πράσσει τις», Σοφ.)
3. προβλέπω
4. μεριμνώ, φροντίζω («μὴ παθεῖν μᾱλλον προυσκόπουν», Θουκ.)
5. παρακολουθώ ως πρόσκοπος, ανιχνευτής, κατοπτεύω («ἐγὼ δ' Ἰὼν προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα», Αριστοφ.)
6. προτιμώ («πατρὸς δωμάτων προὐσκεψάμην τοὐμὸν», Ευρ.)
7. παθ. προσκοποῦμαι, -έομαι
εξετάζομαι ή καθορίζομαι εκ τών προτέρων
8. φρ. «προσκοπῶ εἴς τι» — προνοώ για κάτι.