στοχάζομαι

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοχάζομαι Medium diacritics: στοχάζομαι Low diacritics: στοχάζομαι Capitals: ΣΤΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: stocházomai Transliteration B: stochazomai Transliteration C: stochazomai Beta Code: stoxa/zomai

English (LSJ)

Pl Grg.465a, etc.: impf.
A ἐστοχαζόμην Id.Euthd.277b: fut. στοχάσομαι Isoc.Ep.6.10, M.Ant.10.6: aor. ἐστοχασάμην Pl.Grg. 464c, Hp.VM9: pf. ἐστόχασμαι Pl.Lg.635a, Arist.HA571a27:—Gal. uses this pf., as also aor. ἐστοχάσθην, in pass. sense, pf. in 10.885, 11.35, aor. in 13.713, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.40; ἐστοχάσθην in act. sense, Ps.-Callisth.1.3 (cod. L): (στόχος):—aim or shoot at, c. gen., (σκοποῦ) Pl.R. 519c, Isoc.l.c.; δίκην τοξότου σ. τινός Pl.Lg.706a; ἄλλου στοχαζόμενος ἔτυχε τούτου aiming at another man hit the deceased, Antipho 2.1.4; σ. ἀνθρώπων X.Cyr.1.6.29.
2 metaph., aim at, endeavour after, μέτρου Hp.VM9; τοῦ ἡδέος Pl.Grg. 465a; τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ Id.R.462a; τῆς σωτηρίας Id.Lg.962a; ἡ φύσις ἐστόχασται ἑκάστου οὐδέν τι ἔλασσον τῆς ἀπολήξεως ἢ τῆς ἀρχῆς M.Ant.8.20; τοῦ γέλωτα ποιῆσαι Arist.EN1128a6; τοῦ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ γινομένου Id HA l.c.; σ. τῶν μάλιστα φίλων κριτῶν aim at having them as judges, X.Cyr.8.2.27; so τῆς τοῦ δήμου βουλήσεως Plb.6.16.5; τῶν πολιτῶν LXX 2 Ma.14.8; also πρός τι Pl.Lg.693c, cf. 962d; οὕτω σ. ὅπως.. Hp.Art.4, cf. Diocl.Fr.138, SIG609.7 (Delph., ii B.C.), PTeb.27.70 (ii B.C.).
II endeavour to make out, guess at a thing, c. gen., τῆς τότε διανοίας τοῦ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι Pl. Lg.635a; τῆς τῶν θεῶν σ. διανοίας Isoc.1.50; σ. τοῦ συμβουλευομένου guessing at the mind of their consultant, Pl.La.178b: abs., make guesses, feel one's way, εὖ γε στοχάζει S.Ant.241 codd.; στοχαζομένη τὰ συμφέροντα ἐκπληροῦν by guessing, X.Mem.2.2.5; οὐ γνοῦσα, ἀλλὰ στοχασαμένη Pl.Grg. 464c, cf. Phlb.56a; calculate, Cleom.2.1; infer, ἔκ τινος SIG601.13 (Teos, ii B.C.), Plb.1.14.2, al.; διά τινος Id.3.68.10; ἀπό τινος Ocell.1.1: c. acc. et inf., στοχαζόμεθα τὸν Δημήτριον μὴ κατειληφέναι Ζηνόδωρον ἐν πόλει PCair.Zen.367.13 (iii B.C.), cf. POxy.931.9 (ii A.D.): c. acc., survey, explore, ὁδόν LXX De.19.3; αἰῶνα ib.Wi.13.9; guess at. τοὺς πλησίον ib.Si.9.14; τοιοῦτον τὸν κόσμιον στοχάζου expect the κόσμιος to be like that, Polem.Phgn.2.60.
2 have regard to, c. gen., HeroBel.102.8.
III = φείδομαι, condemned by Luc.Sol.7.

German (Pape)

[Seite 949] dep. med., wonach zielen, zu treffen suchen, εὖ γε στοχάζει, Soph. Ant. 241; zum Zweck haben, bezwecken, berücksichtigen, τινός, τοῦ ἡδέος, Plat. Gorg. 465 a Phil. 60 a; οὗ σκοποῦ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν, Rep. VII, 519 c; auch πρός τι, Legg. XII, 962 d; στοχαζόμενοι τοῦ συμβουλευομένου ἄλλα λέγουσι παρὰ τὴν ἑαυτῶν δόξαν, Rücksicht nehmend auf ihn, Lach. 178 b; vgl. auch Dem. 13, 36; οὐ γὰρ ὑμεῖς ὧν οὗτοι βούλονται στοχάζεσθε, ἀλλὰ οὗτοι ὧν ἂν ὑμᾶς ἐπιθυμεῖν οἴωνται, Antiph. 2 α 4; ἀνθρώπων, Xen. Cyr. 1, 6, 29, auf Menschen zielen; übertr., τῶν κριτῶν, 8, 2, 27, sich die besten Richter aussuchen; τὰ συμφέροντα, vermuten, Mem. 2, 2, 5; vgl. οὐ γνοῦσα λέγω, ἀλλὰ στοχασαμένη, Plat. Gorg. 464 c; Phil. 56 a; Sp., wie Pol., ἔκ τινος, 1, 14, 2. 6, 3, 2, διά τινος, 3, 68, 10, vgl. 5, 81, 4; auch = das Ziel treffen, τοῦ σκοποῦ, 6, 25, 5. Bei Luc. Nigr. 28 ist ἐστοχᾶσθαι falscher Accent f. ἐστοχάσθαι.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐστοχαζόμην, f. στοχάσομαι, ao. ἐστοχασάμην et ἐστοχάσθην, pf. ἐστόχασμαι;
1 viser, viser à, avoir en vue gén. au propre et au fig.
2 conjecturer.
Étymologie: στόχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοχάζομαι [στόχος] schieten op, mikken op, met gen..; ἀνθρώπων σ. op mensen schieten Xen. Cyr. 1.6.29; overdr. streven naar, proberen te krijgen of bereiken: met πρός + acc.; met ὅπως -bijzin; met gen..; σ. τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ streven naar het hoogste goed Plat. Resp. 462a; σ. τοῦ γέλωτα ποιῆσαι proberen te laten lachen Aristot. EN 1128a; raden, gissen naar, met gen.; ook abs.: οὐ γνοῦσα ἀλλὰ στοχασαμένη niet door kennis maar door te raden Plat. Grg. 464c.

Russian (Dvoretsky)

στοχάζομαι:
1 целиться, метить: σ. τινος Xen., Isocr., Plat., Arst. целиться во что (в кого)-л.;
2 иметь в виду, стремиться (τινος Plat., Arst. и πρός τι Plat.): σ. κριτῶν τῶν κρατίστων Xen. стремиться к тому, чтобы судьями были самые влиятельные люди;
3 применяться, приспособляться (σ. τοῦ συμβουλευομένου Plat.): σ. τῆς τοῦ δήμου βουλήσεως Polyb. применяться к воле народа;
4 умозаключать, судить, догадываться, разгадывать (τινος Isocr., Plat. и τι Xen.): σ. τὰ συμφέροντα Xen. догадываться о том, что требуется; σ. ἔκ и διά τινος Polyb. заключать на основании чего-л.; τῷ στοχάζεσθαι Plat. путем догадок.

Greek (Liddell-Scott)

στοχάζομαι: ἀποθ., Ἀντιφῶν, κλπ.· παρατ. ἐστοχαζόμην Πλάτ. Εὐθύδ. 277Β· - μέλλ. -άσομαι Ἰσοκρ. 420Α, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 12, 6· - ἀόρ. ἐστοχασάμην Πλάτ. Γοργ. 464C· Ἱππ. 11. 24· - πρκμ. ἐστόχασμαι Πλάτ. Νόμ. 635Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 15· - ὁ Γαληνὸς ἔχει τοῦτον τὸν πρκμ., ὡς καὶ τὸν ἀόρ. ἐστοχάσθην, ἐπὶ παθ. σημασίας· (στόχος). Σκοπεύω, «σημαδεύω» ἢ τοξεύω κατά τινος, μετὰ γεν., τοῦ σκοποῦ Πλάτ. Πολ. 519C, Ἰσοκρ. 420Α· δίκην τοξότου στ. τινος Πλάτ. Νόμ. 705Ε· ἄλλου στοχαζόμενος ἔτυχε τούτου, ἐν ᾧ ἐσκόπευεν ἐναντίον ἄλλου, ἐκτύπησε τοῦτο, Ἀλκίφρων 115. 19· στ. ἀνθρώπων Ξεν. Κύρ. 1. 6, 29. 2) μεταφορ., σκοπεύω πρός τι, καταβάλλω προσπαθείας ὑπέρ τινος, μέτρου Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· τοῦ ἡδέος Πλάτ. Γοργ. 465Α· τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 462Α· τῆς σωτηρίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 961Ε· τοῦ γέλωτα ποιῆσαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 8, 3· τοῦ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ γινομένου ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· στ. τῶν μάλιστα φίλων κριτῶν, καταγίνομαι εἰς τὸ νὰ ἔχω αὐτοὺς κριτάς, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 27· στ. τοῦ συμβουλευομένου, προσπαθοῦντες νὰ εἰκάσωσι τὴν γνώμην τοῦ ζητοῦντος συμβουλήν, Πλάτ. Λάχ. 178Β· οὕτω, τῆς τοῦ δήμου βουλήσεως Πολύβ. 6. 16, 5· - ὡσαύτως, πρός τι Πλάτ. Νόμ. 693D, 962D· οὕτω στ. ὅπως… Ἱππ. π. Ἄρθρ. 782. ΙΙ. προσπαθῶ νὰ εὕρω, νὰ ἐπιτύχω, νὰ εἰκάσω τι, μετὰ γεν., τοῦ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι Πλάτ. Νόμ. 635Α· στ. τῆς τῶν θεῶν διανοίας Ἰσοκρ. 12E· - ἀπολ., σχηματίζω εἰκασίας, εὖ γε στοχάζει Σοφ. Ἀντ. 241· στοχαζομένη τὰ συμφέροντα ἐκπληροῦν, ἐξ εἰκασίας, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5. οὐ γνοῦσα, ἀλλὰ στοχασαμένη Πλάτ. Γοργ. 464C, Φίληβ. 56Α.

Greek Monolingual

ΝΜΑ στόχος
προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν' της Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ.
β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ.
γ. «τῆς τότε διανοίας τοῦ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι («ασάλευτη στοχάζετο με δίχως να μιλήσει», Ερωτόκρ.)
2. υπολογίζω, λογαριάζω, σταθμίζω, λαμβάνω υπ' όψιν (α. «δεν το στοχάστηκα καλά κι έπεσα έξω» β. «ό,τι κάμεις κι ό,τι πεις, τί θα συμβεί να στοχαστείς» — να ζυγίζεις πάντοτε τα λόγια σου και τις πράξεις σου, παροιμ.)
αρχ.
1. χρησιμοποιώ ως στόχο, σημαδεύω με το τόξοἄλλου στοχαζόμενος ἔτυχε τούτου», Ξεν.)
2. επιδιώκω, προσπαθώ να επιτύχω κάτι («τοῦ ἡδέος στοχάζεται ἄνευ τοῦ βέλτιστου», Πλάτ.)
3. εξετάζω, ερευνώ («στόχασαί σοι τήν ὁδὸν καὶ τριμεριεῖς τὰ ὅρια τῆς γῆς σου», ΠΔ)
4. φείδομαι.

Greek Monotonic

στοχάζομαι: μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ ἐστοχασάμην, παρακ. ἐστόχασμαι (στόχος
I. 1. σκοπεύω ή στοχεύω κάτι, με γεν., τοῦ σκοποῦ, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. μεταφ., θέτω ως στόχο, έχω ως σκοπό, καταβάλλω προσπάθειες για κάτι, στον ίδ.· στοχάζομαι φίλων κριτῶν, καταγίνομαι στο να έχω φιλικώς κείμενα προς εμένα πρόσωπα ως κριτές, σε Ξεν.
II. προσπαθώ να βρω, να εξιχνιάσω, να μαντέψω κάτι, αναζητώ, με γεν., σε Ισοκρ.· απόλ., διατυπώνω υποθέσεις, εικοτολογώ, σε Σοφ., Ξεν.

Middle Liddell

στοχάζομαι, στόχος
I. to aim or shoot at, c. gen., τοῦ σκοποῦ Plat., etc.
2. metaph. to aim at, endeavour after, Plat.; στ. φίλων κριτῶν to aim at having friends as judges, Xen.
II. to endeavour to make out, to guess at a thing, c. gen., Isocr.:— absol. to make guesses, conjecture, Soph., Xen.

Mantoulidis Etymological

(=σημαδεύω, σκοπεύω, συμπεραίνω). Ἀπό τό οὐσ. στόχος (=σημάδι) πού παράγεται ἀπό ρίζα στεχ- ἤ σταχ-, πού μπορεῖ νά εἶναι συγγενική μέ τήν στιγ- τοῦ στίζω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄστοχος, ἀστοχῶ, ἀστοχία, ἀστόχημα, εὔστοχος, εὐστοχῶ, εὐστοχία, στόχασις, στόχασμα, στοχασμός, στοχαστέον, στοχαστής, στοχαστικός, στοχαστικῶς, ἀστόχαστος.