ωοτοκώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ [[ωοτόκος]]<br /><b>(αμτβ.)</b> (για ζώο) α) [[γεννώ]] αβγά<br />β) [[είμαι]] [[ωοτόκος]], αναπαράγομαι με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) [[παράγω]] σπόρο<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ ᾠοτοκοῡντα</i><br />τα ωοτόκα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ᾠοτοκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />γεννιέμαι όπως το [[αβγό]] («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς [[ἄνθρωπος]], τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ [[ωοτόκος]]<br /><b>(αμτβ.)</b> (για ζώο) α) [[γεννώ]] αβγά<br />β) [[είμαι]] [[ωοτόκος]], αναπαράγομαι με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) [[παράγω]] σπόρο<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ ᾠοτοκοῦντα</i><br />τα ωοτόκα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ᾠοτοκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />γεννιέμαι όπως το [[αβγό]] («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς [[ἄνθρωπος]], τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}

Revision as of 20:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ ωοτόκος
(αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά
β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία
αρχ.
1. (για φυτό) παράγω σπόρο
2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῦντα
τα ωοτόκα
3. παθ. ᾠοτοκοῦμαι, -έομαι
γεννιέμαι όπως το αβγό («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς ἄνθρωπος, τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).