γεννώ

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source

Greek Monolingual

(AM γεννῶ, -άω)
1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά
2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ.
β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.)
μσν.- νεοελλ.
φρ. «άνθρωπος γεννημένος» — κανείς
νεοελλ.
1. (για ζώα, πτηνά κ.λπ.) κάνω αβγά
2. γεννιέμαι
έχω εκ φύσεως μια ιδιότητα ή ένα χάρισμα («εγώ γεννήθηκα φτωχός», «ο ποιητής γεννιέται, δεν γίνεται»)
3. φρ. α) «γεννάει κι ο πετεινός του» — για τον πολύ τυχερό
β) «κάθεται κι αβγά γεννά» — για όποιον κερδίζει χωρίς να κοπιάζει
γ) «όπως τον γέννησε η μάννα του» — ολόγυμνος
αρχ.
1. γεννώμαι
παράγω, δημιουργώ
2. φρ. α) οι γεννήσαντες
οι γονείς β) το γεννώμενον
το τέκνον, το παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα γέννα, γεννώ αποτελούν λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι το γέννα αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο του γεννώ, ενώ ο ίδιος ο σχηματισμός του γεννώ παραμένει αμφισβητήσιμος. Πρόκειται πιθ. για ρήμα με ρίζα γεν- (πρβλ. γένος) + επίθημα -νά- (πρβλ. δάμνημι, δαμνάω). Κατ' άλλους, η ομάδα σχετίζεται με το γενεά, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό αναλογικά προς το γενναίος. Σύμφωνα εξάλλου με νεώτερη άποψη, γεννάω < γέννα < γενναίος. Αξιοσημείωτο είναι ότι στους μεταγενέστερους χρόνους επήλθε σύγχυση μεταξύ τών τύπων με ένα και με δύο -ν-, πρβλ. γέννημα- γένημα, εγεν(ν)ήθην, γεν(ν)ητός, γεν(ν)ητικός.
ΠΑΡ. γέννηση (-ις)
αρχ.-μσν.
γεννητής, γεννητός, γεννήτωρ
νεοελλ.
γεννησιμιός.
ΣΥΝΘ. αναγεννώ, απογεννώ, πρωτογενώ
αρχ.
αντιγεννώ, εγγεννώ, εκγεννώ, επιγεννώ, μεταγεννώ, προγεννώ, συγγεννώ
νεοελλ.
αβγογεννώ, αγουρογεννώ, γεννοβολώ, γεννοβόλι, κακογεννώ, καλογεννώ, μικρογεννώ, ξαναγεννώ, ξεγεννάω, ξενογεννώ, παιδογεννώ].