επαναθεώμαι: Difference between revisions
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[επαναθεώμαι]], -άομαι (Α)<br />[[βλέπω]] [[πάλι]], [[εξακριβώνω]] [[πάλι]] («σέ ἐπαναθεασάμενος ἦα | |mltxt=[[επαναθεώμαι]], -άομαι (Α)<br />[[βλέπω]] [[πάλι]], [[εξακριβώνω]] [[πάλι]] («σέ ἐπαναθεασάμενος ἦα ὁποῖος τίς [[ποτέ]] φαίνη ἰδεῖν ὁ τοιαύτην ψυχὴν ἔχων», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 18 June 2022
Greek Monolingual
επαναθεώμαι, -άομαι (Α)
βλέπω πάλι, εξακριβώνω πάλι («σέ ἐπαναθεασάμενος ἦα ὁποῖος τίς ποτέ φαίνη ἰδεῖν ὁ τοιαύτην ψυχὴν ἔχων», Ξεν.).