έτος: Difference between revisions

No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἔτος]])<br /><b>1.</b> χρονική [[περίοδος]] που αντιστοιχεί [[προς]] το [[διάστημα]] μιας πλήρους περιφοράς της Γης [[γύρω]] από τον Ήλιο<br />[[περίοδος]] 12 μηνών από την πρώτη Ιανουαρίου ώς το [[τέλος]] Δεκεμβρίου (κν. [[χρονιά]], [[χρόνος]]) («ἤδη γὰρ νῦν μοι τόδ' ἐεικοστὸν [[ἔτος]] ἐστίν, ἐξ οὗ κεῑθεν [[ἔβην]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> για [[ηλικία]] ανθρώπου (α. «οἱ [[ὑπὲρ]] τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[είναι]] [[δώδεκα]] ετών»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χρόνος]] μιας πλήρους περιφοράς κάποιου πλανήτη [[γύρω]] από τον Ήλιο («[[έτος]] του [[Διός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αστρικό [[έτος]]» — ο [[χρόνος]] που χρειάζεται ο Ήλιος για να επιστρέψει στο ίδιο [[σημείο]] [[μετά]] τη φαινομένη ετήσια [[πορεία]] του ως [[προς]] το [[σύνολο]] τών άλλων αστέρων, [[ίσος]] με 365 μέρες, 6 ώρες, 9', 10")<br />β) «[[τροπικό]] [[έτος]]» — ο [[χρόνος]] [[μεταξύ]] δύο διαδοχικών διαβάσεων του ηλιακού κέντρου από το [[σημείο]] της εαρινής ισημερίας, [[ίσος]] με 365 μέρες, 5 ώρες, 48', 46"<br />γ) «πολιτικό [[έτος]]» — το [[έτος]] που έχει οριστεί, [[κατά]] κοινωνική [[οικονομία]], ίσο με 365 ακέραιες μέρες και ανά [[τετραετία]] από 366<br />δ) «οικονομικό [[έτος]]» — χρονική [[περίοδος]] από 1ης Απριλίου έως 31ης Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, που περιλαμβάνει τις διοικητικές πράξεις και τα γεγονότα που σχετίζονται με τη [[διαχείριση]] του δημόσιου χρήματος και την [[κίνηση]] τών οικονομικών του κράτους<br />ε) «δίσεκτο ή βίσεκτο [[έτος]]» — το [[έτος]] που ανά [[τετραετία]] αποτελείται από 366 μέρες<br />στ) «εμβόλιμο [[έτος]]» — το [[έτος]] στο οποίο παρεμβαλλόταν ο [[εμβόλιμος]] [[μήνας]] τών αρχαίων<br />ζ) «[[έτος]] φωτός» — [[μονάδα]] μήκους που χρησιμοποιείται για τις αποστάσεις τών αστέρων και τών [[γαλαξιών]] στην [[αστρονομία]]<br />η) «ακαδημαϊκό ή πανεπιστημιακό, σχολικό [[έτος]]» — η [[περίοδος]] τών μαθημάτων του πανεπιστημίου, του σχολείου ([[περίπου]] από τον Σεπτέμβριο ώς τον Ιούλιο του επόμενου έτους)<br />θ) «[[πολλά]] τα έτη, δέσποτα» — ως [[χαιρετισμός]] [[προς]] ιερέα<br />ι) «εις έτη [[πολλά]]» — [[ευχή]] για το νέο [[έτος]] ή για την ονομαστική [[γιορτή]] κάποιου<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[νέον]] ἄγω τὸ [[ἔτος]]» — [[είμαι]] [[νέος]]<br /><b>2.</b> «τὰ κατ' [[ἔτος]]» — η ετήσια [[χορηγία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για βασιλείς) η [[περίοδος]] από την [[ανάρρηση]] στον θρόνο, το βασιλικό [[έτος]] («τὸ πέμπτον [[ἔτος]] Δομιτιανοῡ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>wetes</i>- «[[έτος]]». Συνδέεται με το αλβ. <i>vit</i> «[[έτος]]», πιθ. με το λατ. <i>vetus</i> «[[παλαιός]]», το μεσ.-σαπ. <i>ata</i>-<i>vetes</i> (=αυτόετες;) «στο ίδιο [[έτος]]», το χεττ. <i>šav</i>-<i>itiš</i>-<i>t</i> «[[βρέφος]]» και το αρχ. ινδ. <i>tri</i>-<i>vats</i>-<i>a</i> «[[τριετής]]». Στο αρχ. ελλ. [[έταλον]] «ζώο ενός έτους» αντιστοιχούν το λατ. <i>vitulus</i> «[[μοσχαράκι]]» και το ουμβρ. <i>vitluf</i> «[[μοσχαράκι]]». Κοινής προελεύσεως θ. έχουν και τα αρχ. ελλ. [[νέωτα]], <i>οιετέας</i>, [[πέρυσι]], [[σήτες]] <b>βλ. λ.</b>. Η λ. [[έτος]] ως β' συνθετικό απαντά στους τύπους -<i>ετής</i> και -[[έτης]]. Από τον τελευταίο διά συναιρέσεως με το ληκτικό [[φωνήεν]] του α' συνθετικού προέκυψαν τ. σε -<i>ούτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ετήσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έτειος]], [[έταλον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό, -ετής) [[δεκαετής]], [[διετής]], [[εξαετής]], [[πεντηκονταετής]], [[τετραετής]], [[τριακονταετής]], [[χιλιετής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιετής]], [[αυτοετής]], [[επιετής]] [[ισοετής]], [[καλοετής]], [[μυριετής]], [[παλαιετής]], [[πεντεκαιδεκαετής]], [[τετρακαιδεκαετής]], [[τοσαετής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δευτεροετής]], [[μονοετής]], [[ολιγοετής]], [[πρωτοετής]], [[τριτοετής]] κ.ά. (Β' συνθετικό, -[[έτης]]) <i>δεκαέτης</i>, [[εξαέτης]], <i>επταέτης</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>διέτης</i>, <i>εικοσέτης</i>, [[ημιέτης]], <i>ολιγοέτης</i>, [[ομοέτης]], [[πεντέτης]], [[τεσσαρεσκαιδεκέτης]], [[τετρακαιδεκέτης]], [[τριέτης]], <i>υπερεξηκοντέτης</i>, [[χιλιέτης]]. (Β' συνθετικό, -ούτης), [[εβδομηκοντούτης]] [[ενενηκοντούτης]], [[εξηκοντούτης]], [[πεντηκοντούτης]], [[ογδοηκοντούτης]], [[τεσσαρακοντούτης]], [[τριακοντούτης]] [[υπερεξηκοντούτης]]].
|mltxt=το (ΑΜ [[ἔτος]])<br /><b>1.</b> χρονική [[περίοδος]] που αντιστοιχεί [[προς]] το [[διάστημα]] μιας πλήρους περιφοράς της Γης [[γύρω]] από τον Ήλιο<br />[[περίοδος]] 12 μηνών από την πρώτη Ιανουαρίου ώς το [[τέλος]] Δεκεμβρίου (κν. [[χρονιά]], [[χρόνος]]) («ἤδη γὰρ νῦν μοι τόδ' ἐεικοστὸν [[ἔτος]] ἐστίν, ἐξ οὗ κεῑθεν [[ἔβην]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> για [[ηλικία]] ανθρώπου (α. «οἱ [[ὑπὲρ]] τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[είναι]] [[δώδεκα]] ετών»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χρόνος]] μιας πλήρους περιφοράς κάποιου πλανήτη [[γύρω]] από τον Ήλιο («[[έτος]] του [[Διός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αστρικό [[έτος]]» — ο [[χρόνος]] που χρειάζεται ο Ήλιος για να επιστρέψει στο ίδιο [[σημείο]] [[μετά]] τη φαινομένη ετήσια [[πορεία]] του ως [[προς]] το [[σύνολο]] τών άλλων αστέρων, [[ίσος]] με 365 μέρες, 6 ώρες, 9', 10")<br />β) «[[τροπικό]] [[έτος]]» — ο [[χρόνος]] [[μεταξύ]] δύο διαδοχικών διαβάσεων του ηλιακού κέντρου από το [[σημείο]] της εαρινής ισημερίας, [[ίσος]] με 365 μέρες, 5 ώρες, 48', 46"<br />γ) «πολιτικό [[έτος]]» — το [[έτος]] που έχει οριστεί, [[κατά]] κοινωνική [[οικονομία]], ίσο με 365 ακέραιες μέρες και ανά [[τετραετία]] από 366<br />δ) «οικονομικό [[έτος]]» — χρονική [[περίοδος]] από 1ης Απριλίου έως 31ης Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, που περιλαμβάνει τις διοικητικές πράξεις και τα γεγονότα που σχετίζονται με τη [[διαχείριση]] του δημόσιου χρήματος και την [[κίνηση]] τών οικονομικών του κράτους<br />ε) «δίσεκτο ή βίσεκτο [[έτος]]» — το [[έτος]] που ανά [[τετραετία]] αποτελείται από 366 μέρες<br />στ) «εμβόλιμο [[έτος]]» — το [[έτος]] στο οποίο παρεμβαλλόταν ο [[εμβόλιμος]] [[μήνας]] τών αρχαίων<br />ζ) «[[έτος]] φωτός» — [[μονάδα]] μήκους που χρησιμοποιείται για τις αποστάσεις τών αστέρων και τών [[γαλαξιών]] στην [[αστρονομία]]<br />η) «ακαδημαϊκό ή πανεπιστημιακό, σχολικό [[έτος]]» — η [[περίοδος]] τών μαθημάτων του πανεπιστημίου, του σχολείου ([[περίπου]] από τον Σεπτέμβριο ώς τον Ιούλιο του επόμενου έτους)<br />θ) «[[πολλά]] τα έτη, δέσποτα» — ως [[χαιρετισμός]] [[προς]] ιερέα<br />ι) «εις έτη [[πολλά]]» — [[ευχή]] για το νέο [[έτος]] ή για την ονομαστική [[γιορτή]] κάποιου<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[νέον]] ἄγω τὸ [[ἔτος]]» — [[είμαι]] [[νέος]]<br /><b>2.</b> «τὰ κατ' [[ἔτος]]» — η ετήσια [[χορηγία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για βασιλείς) η [[περίοδος]] από την [[ανάρρηση]] στον θρόνο, το βασιλικό [[έτος]] («τὸ πέμπτον [[ἔτος]] Δομιτιανοῦ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>wetes</i>- «[[έτος]]». Συνδέεται με το αλβ. <i>vit</i> «[[έτος]]», πιθ. με το λατ. <i>vetus</i> «[[παλαιός]]», το μεσ.-σαπ. <i>ata</i>-<i>vetes</i> (=αυτόετες;) «στο ίδιο [[έτος]]», το χεττ. <i>šav</i>-<i>itiš</i>-<i>t</i> «[[βρέφος]]» και το αρχ. ινδ. <i>tri</i>-<i>vats</i>-<i>a</i> «[[τριετής]]». Στο αρχ. ελλ. [[έταλον]] «ζώο ενός έτους» αντιστοιχούν το λατ. <i>vitulus</i> «[[μοσχαράκι]]» και το ουμβρ. <i>vitluf</i> «[[μοσχαράκι]]». Κοινής προελεύσεως θ. έχουν και τα αρχ. ελλ. [[νέωτα]], <i>οιετέας</i>, [[πέρυσι]], [[σήτες]] <b>βλ. λ.</b>. Η λ. [[έτος]] ως β' συνθετικό απαντά στους τύπους -<i>ετής</i> και -[[έτης]]. Από τον τελευταίο διά συναιρέσεως με το ληκτικό [[φωνήεν]] του α' συνθετικού προέκυψαν τ. σε -<i>ούτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ετήσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έτειος]], [[έταλον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό, -ετής) [[δεκαετής]], [[διετής]], [[εξαετής]], [[πεντηκονταετής]], [[τετραετής]], [[τριακονταετής]], [[χιλιετής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιετής]], [[αυτοετής]], [[επιετής]] [[ισοετής]], [[καλοετής]], [[μυριετής]], [[παλαιετής]], [[πεντεκαιδεκαετής]], [[τετρακαιδεκαετής]], [[τοσαετής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δευτεροετής]], [[μονοετής]], [[ολιγοετής]], [[πρωτοετής]], [[τριτοετής]] κ.ά. (Β' συνθετικό, -[[έτης]]) <i>δεκαέτης</i>, [[εξαέτης]], <i>επταέτης</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>διέτης</i>, <i>εικοσέτης</i>, [[ημιέτης]], <i>ολιγοέτης</i>, [[ομοέτης]], [[πεντέτης]], [[τεσσαρεσκαιδεκέτης]], [[τετρακαιδεκέτης]], [[τριέτης]], <i>υπερεξηκοντέτης</i>, [[χιλιέτης]]. (Β' συνθετικό, -ούτης), [[εβδομηκοντούτης]] [[ενενηκοντούτης]], [[εξηκοντούτης]], [[πεντηκοντούτης]], [[ογδοηκοντούτης]], [[τεσσαρακοντούτης]], [[τριακοντούτης]] [[υπερεξηκοντούτης]]].
}}
}}