έτος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἔτος)
1. χρονική περίοδος που αντιστοιχεί προς το διάστημα μιας πλήρους περιφοράς της Γης γύρω από τον Ήλιο
περίοδος 12 μηνών από την πρώτη Ιανουαρίου ώς το τέλος Δεκεμβρίου (κν. χρονιά, χρόνος) («ἤδη γὰρ νῦν μοι τόδ' ἐεικοστὸν ἔτος ἐστίν, ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβην», Ομ. Ιλ.)
2. για ηλικία ανθρώπου (α. «οἱ ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες», Ξεν.
β. «είναι δώδεκα ετών»)
νεοελλ.
1. χρόνος μιας πλήρους περιφοράς κάποιου πλανήτη γύρω από τον Ήλιο («έτος του Διός»)
2. φρ. α) «αστρικό έτος» — ο χρόνος που χρειάζεται ο Ήλιος για να επιστρέψει στο ίδιο σημείο μετά τη φαινομένη ετήσια πορεία του ως προς το σύνολο τών άλλων αστέρων, ίσος με 365 μέρες, 6 ώρες, 9', 10")
β) «τροπικό έτος» — ο χρόνος μεταξύ δύο διαδοχικών διαβάσεων του ηλιακού κέντρου από το σημείο της εαρινής ισημερίας, ίσος με 365 μέρες, 5 ώρες, 48', 46"
γ) «πολιτικό έτος» — το έτος που έχει οριστεί, κατά κοινωνική οικονομία, ίσο με 365 ακέραιες μέρες και ανά τετραετία από 366
δ) «οικονομικό έτος» — χρονική περίοδος από 1ης Απριλίου έως 31ης Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, που περιλαμβάνει τις διοικητικές πράξεις και τα γεγονότα που σχετίζονται με τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος και την κίνηση τών οικονομικών του κράτους
ε) «δίσεκτο ή βίσεκτο έτος» — το έτος που ανά τετραετία αποτελείται από 366 μέρες
στ) «εμβόλιμο έτος» — το έτος στο οποίο παρεμβαλλόταν ο εμβόλιμος μήνας τών αρχαίων
ζ) «έτος φωτός» — μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται για τις αποστάσεις τών αστέρων και τών γαλαξιών στην αστρονομία
η) «ακαδημαϊκό ή πανεπιστημιακό, σχολικό έτος» — η περίοδος τών μαθημάτων του πανεπιστημίου, του σχολείου (περίπου από τον Σεπτέμβριο ώς τον Ιούλιο του επόμενου έτους)
θ) «πολλά τα έτη, δέσποτα» — ως χαιρετισμός προς ιερέα
ι) «εις έτη πολλά» — ευχή για το νέο έτος ή για την ονομαστική γιορτή κάποιου
μσν.
φρ.
1. «νέον ἄγω τὸ ἔτος» — είμαι νέος
2. «τὰ κατ' ἔτος» — η ετήσια χορηγία
αρχ.
(για βασιλείς) η περίοδος από την ανάρρηση στον θρόνο, το βασιλικό έτος («τὸ πέμπτον ἔτος Δομιτιανοῦ»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ανάγεται σε ΙΕ τ. wetes- «έτος». Συνδέεται με το αλβ. vit «έτος», πιθ. με το λατ. vetus «παλαιός», το μεσ.-σαπ. ata-vetes (=αυτόετες;) «στο ίδιο έτος», το χεττ. šav-itiš-t «βρέφος» και το αρχ. ινδ. tri-vats-a «τριετής». Στο αρχ. ελλ. έταλον «ζώο ενός έτους» αντιστοιχούν το λατ. vitulus «μοσχαράκι» και το ουμβρ. vitluf «μοσχαράκι». Κοινής προελεύσεως θ. έχουν και τα αρχ. ελλ. νέωτα, οιετέας, πέρυσι, σήτες βλ. λ.. Η λ. έτος ως β' συνθετικό απαντά στους τύπους -ετής και -έτης. Από τον τελευταίο διά συναιρέσεως με το ληκτικό φωνήεν του α' συνθετικού προέκυψαν τ. σε -ούτης.
ΠΑΡ. ετήσιος
αρχ.
έτειος, έταλον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό, -ετής) δεκαετής, διετής, εξαετής, πεντηκονταετής, τετραετής, τριακονταετής, χιλιετής
αρχ.
αμφιετής, αυτοετής, επιετής ισοετής, καλοετής, μυριετής, παλαιετής, πεντεκαιδεκαετής, τετρακαιδεκαετής, τοσαετής
νεοελλ.
δευτεροετής, μονοετής, ολιγοετής, πρωτοετής, τριτοετής κ.ά. (Β' συνθετικό, -έτης) δεκαέτης, εξαέτης, επταέτης
αρχ.
διέτης, εικοσέτης, ημιέτης, ολιγοέτης, ομοέτης, πεντέτης, τεσσαρεσκαιδεκέτης, τετρακαιδεκέτης, τριέτης, υπερεξηκοντέτης, χιλιέτης. (Β' συνθετικό, -ούτης), εβδομηκοντούτης ενενηκοντούτης, εξηκοντούτης, πεντηκοντούτης, ογδοηκοντούτης, τεσσαρακοντούτης, τριακοντούτης υπερεξηκοντούτης].