καταχρώμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM καταχρῶμαι, -άομαι, Α και καταχρέομαι)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[μεγάλη]] [[χρήση]] ενός πράγματος, [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ («καταχρῆται ἡ [[φύσις]] ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κακή ή υπέρμετρη [[χρήση]] ενός πράγματος, [[κάνω]] [[κατάχρηση]] (α. «καταχράται την [[καλοσύνη]] μου» β. «καταχρῆσθαι ὀνόματι» — να χρησιμοποιούν το όνομα [[κακώς]], με εσφαλμένη [[σημασία]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι χρήματα που μού εμπιστεύθηκε [[κάποιος]] («οι επίτροποι καταχράστηκαν τα χρήματα της εκκλησίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] ό,τι [[θέλω]], [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] [[κατά]] [[βούληση]] («οὐδ' ἥκω παραιτησόμενος ὑμᾱς, ἀλλὰ καταχρήσασθέ μοι, εἰ δοκῶ τοιοῦτος [[εἶναι]]», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> [[εξαντλώ]] με την πολλή [[χρήση]], [[καταναλίσκω]], [[δαπανώ]] (α. «τά τε ὀφειλόμενα, καὶ εἰς ὅ, τι ἕκαστον αὐτῶν κατεχρήσατο», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «[[ἀνάγκη]] γὰρ τὰ μὲν μέγιστ' αὐτῶν ἤδη κατακεχρῆσθαι» — [[είναι]] [[ανάγκη]] τα πιο [[σημαντικά]] από αυτά να έχουν καταναλωθεί με τη συχνή [[χρήση]], Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[διασκορπίζω]], [[σπαταλώ]], [[διασπαθώ]] («καταχρησάμενος τῇ φερνῇ», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[φονεύω]] («τέῳ δὴ μόρῳ τὸν παῑδα κατεχρήσαο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ισχυρίζομαι]], [[υποστηρίζω]] («ἐξαπατῆσαι... τοὺς δικαστάς, οἵτινες κατεχρῶντο, ὡς...», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>ενεργ.</b> <i>καταχρῶ</i>, -<i>άω</i> (μόνο στην ιων. διάλ. και [[πάντοτε]] στο γ' εν. πρόσ.) <i>καταχρᾷ</i>, <i>κατέχρα</i>, <i>καταχρήσει</i><br />α) χρησιμεύει («ἀντὶ μὲν λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (ως απρόσ.) [[είναι]] αρκετό, φθάνει («οὐδὲ οἱ καταχρήσει... ὑμέων ἀπέχεσθαι» — [[ούτε]] θα αρκέσει σ' αυτόν να απομακρύνει τα χέρια του από σάς, <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>χρῶμαι</i> «[[χρησιμοποιώ]]»].
|mltxt=(AM καταχρῶμαι, -άομαι, Α και καταχρέομαι)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[μεγάλη]] [[χρήση]] ενός πράγματος, [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ («καταχρῆται ἡ [[φύσις]] ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κακή ή υπέρμετρη [[χρήση]] ενός πράγματος, [[κάνω]] [[κατάχρηση]] (α. «καταχράται την [[καλοσύνη]] μου» β. «καταχρῆσθαι ὀνόματι» — να χρησιμοποιούν το όνομα [[κακώς]], με εσφαλμένη [[σημασία]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι χρήματα που μού εμπιστεύθηκε [[κάποιος]] («οι επίτροποι καταχράστηκαν τα χρήματα της εκκλησίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] ό,τι [[θέλω]], [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] [[κατά]] [[βούληση]] («οὐδ' ἥκω παραιτησόμενος ὑμᾱς, ἀλλὰ καταχρήσασθέ μοι, εἰ δοκῶ τοιοῦτος [[εἶναι]]», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> [[εξαντλώ]] με την πολλή [[χρήση]], [[καταναλίσκω]], [[δαπανώ]] (α. «τά τε ὀφειλόμενα, καὶ εἰς ὅ, τι ἕκαστον αὐτῶν κατεχρήσατο», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «[[ἀνάγκη]] γὰρ τὰ μὲν μέγιστ' αὐτῶν ἤδη κατακεχρῆσθαι» — [[είναι]] [[ανάγκη]] τα πιο [[σημαντικά]] από αυτά να έχουν καταναλωθεί με τη συχνή [[χρήση]], Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[διασκορπίζω]], [[σπαταλώ]], [[διασπαθώ]] («καταχρησάμενος τῇ φερνῇ», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[φονεύω]] («τέῳ δὴ μόρῳ τὸν παῖδα κατεχρήσαο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ισχυρίζομαι]], [[υποστηρίζω]] («ἐξαπατῆσαι... τοὺς δικαστάς, οἵτινες κατεχρῶντο, ὡς...», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>ενεργ.</b> <i>καταχρῶ</i>, -<i>άω</i> (μόνο στην ιων. διάλ. και [[πάντοτε]] στο γ' εν. πρόσ.) <i>καταχρᾷ</i>, <i>κατέχρα</i>, <i>καταχρήσει</i><br />α) χρησιμεύει («ἀντὶ μὲν λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (ως απρόσ.) [[είναι]] αρκετό, φθάνει («οὐδὲ οἱ καταχρήσει... ὑμέων ἀπέχεσθαι» — [[ούτε]] θα αρκέσει σ' αυτόν να απομακρύνει τα χέρια του από σάς, <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>χρῶμαι</i> «[[χρησιμοποιώ]]»].
}}
}}